Πριν την εκτίμηση του ρόλου του τόπου στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι, είναι σημαντικό να ορίσει κανείς την έννοια του «τόπου». Αρχικά τον τόπο μπορεί να τον αντιληφθεί κανείς μέσα από τα γεωγραφικά του χαρακτηριστικά. Να εντοπίσει δηλαδή τις γεωγραφικές συντεταγμένες επάνω στο χάρτη, τη μορφολογία του εδάφους, τον φυσικό πλούτο, το κλίμα, την απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα, τις γειτονικές περιοχές, τις γειτονικές χώρες κλπ. Και βέβαια δεν αρκεί απλώς να καταγράψει κανείς όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά θα πρέπει να αξιολογήσει και το τι σημαίνουν για τον τόπο και την ανάπτυξή του.
Πέρα από τη γεωγραφία, τον τόπο τον συνθέτουν οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Εδώ μπορεί κανείς να μιλήσει για υποδομές μεταφορών & επικοινωνιών, για υποδομές υγείας και παιδείας, για παραγωγικές υποδομές, για κοινωνικές και περιβαλλοντικές υποδομές, την κατοικία κλπ.
Ο τόπος βέβαια ορίζεται και σε σχέση με τα διοικητικά & θεσμικά του χαρακτηριστικά. Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε συγκεκριμένα για την περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, την Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών, για τους Δήμους Γρεβενών και Δεσκάτης, για την απόληξη της Αποκεντρωμένης Διοίκησης στα Γρεβενά, για τα επιμελητήρια, τους συλλόγους, τους συνεταιρισμούς, τις ΜΚΟ, τα δίκτυα φορέων κλπ.
Ο τόπος έχει να κάνει επίσης με αυτό που ονομάζουμε τοπική οικονομία. Αυτό μπορεί να το δει κανείς μέσα από το παραγωγικό σύστημα, τους οικονομικούς κλάδους, το εργατικό δυναμικό, τις εξειδικεύσεις, το εκπαιδευτικό επίπεδο, το βαθμό εσωστρέφειας ή εξωστρέφειας των επιχειρήσεων, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κλπ.
Τον τόπο όμως μπορεί κανείς να τον δει και μέσα από τον πολιτισμό, τις τέχνες, τα ήθη και έθιμα, την ιστορία, τη γαστρονομία, την αρχιτεκτονική μα πάνω από όλα μέσα από τους ανθρώπους του. Ο τόπος, πρώτα και πάνω από όλα, είναι οι άνθρωποί του. Αυτό έχει να κάνει με τις αντιλήψεις, τις συλλογικές ταυτότητες, τα στερεότυπα, την εικόνα του «τοπικού ανήκειν» που έχει ο καθένας και πάνω από όλα με την παιδεία των ανθρώπων ενός τόπου, μιας παιδείας που έχει ως μέτρο όχι το αριθμό και το είδος των πτυχίων, αλλά την ευρύτερη καλλιέργεια και την ικανότητα να ερμηνεύει κανείς τον κόσμο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη αξία σε μια Ελλάδα που καθηλώνεται στο survivor με ποσοστά τηλεθέασης που ξεπερνούν το 80%.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι όταν ο σχεδιασμός τοπικής ανάπτυξης δεν συναντιέται με υποκείμενα, με ανθρώπους δηλαδή και τοπικούς μηχανισμούς που έχουν την ικανότητα να μετατρέψουν το σχεδιασμό σε αποτέλεσμα, κινδυνεύει απλά να μείνει στα χαρτιά, ακόμη και όταν είναι ολοκληρωμένος και άψογος από πλευράς μεθοδολογίας και περιεχομένου.
Μέσα λοιπόν από αυτή την ανάγνωση του «τόπου», είναι προφανές ότι ο κάθε τόπος είναι μοναδικός και έχει το δικό του αποτύπωμα. Ως εκ τούτου, αυτό που συμβαίνει σε έναν άλλο τόπο δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσιο στον δικό μας τόπο, με άλλα λόγια, ο τόπος μας να «κλωνοποιηθεί» στο πρότυπο μιας άλλης περιοχής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο κάθε τόπος έχει σε μεγάλο βαθμό την ιστορική ευθύνη να ορίσει τη μοίρα του, το μέλλον του και την προοπτική του, όντας μοναδικός.
Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μια πολύ ενδιαφέρουσα ακαδημαϊκή αλλά και πολιτική συζήτηση στην Ευρώπη, αναφορικά με τον χωρικό σχεδιασμό των αναπτυξιακών πολιτικών και τις ανισότητες. Η πρώην Επίτροπος Περιφερειακής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Danuta Hubner ζήτησε το 2008 από τον τότε Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου των Οικονομικών της Ιταλίας Fabrizio Barca, (ενός εξαιρετικού επιστήμονα με εμπειρία ταυτόχρονα στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής), να ηγηθεί μιας ανεξάρτητης επιστημονικής ομάδας που θα έχει ως αποστολή την υποβολή μιας έκθεσης. Αντικείμενο της έκθεσης θα ήταν η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνοχής και η υποβολή νέων ιδεών για την νέα προγραμματική περίοδο. Η περίφημη έκθεση Barca που υποβλήθηκε το 2009, εισήγαγε μεταξύ άλλων, για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο, την έννοια της «τοπο-κεντρικής προσέγγισης» ή άλλως place based approach όπως καθιερώθηκε να λέγεται.
Εάν θα ήθελε κανείς να αποδώσει σύντομα και με απλά λόγια την τοπο-κεντρική λογική, θα μπορούσε να μιλήσει για έναν ευρωπαϊκό, εθνικό και περιφερειακό σχεδιασμό που είναι προσαρμοσμένος (tailored–made) στις τοπικές ιδιαιτερότητες. H προσέγγιση αυτή μπορεί να ακούγεται λογική και αυτονόητη στη διατύπωσή της, ωστόσο στην πράξη δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η κυρίαρχη τάση μέχρι τότε (και εν πολλοίς μέχρι σήμερα) ήταν ότι οι αναπτυξιακές πολιτικές θα πρέπει να είναι χωρικά ουδέτερες ή άλλως «χωρικά τυφλές». Οι υποδομές δικτύωσης και προσπελασιμότητας για παράδειγμα, θα πρέπει απλά να διευκολύνουν την κινητικότητα των ανθρώπων, των αγαθών και των επιχειρήσεων, σ΄ ένα περιβάλλον όπου η αγορά και ο ανταγωνισμός θα είναι αυτοί που θα παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο.
Το επιχείρημα της κυρίαρχης αυτής τάσης ήταν η εστίαση στους ανθρώπους και όχι στους τόπους. Αξιολογούσε επίσης την ένταση των ανισοτήτων και τη σύγκλιση συνήθως στην εθνική κλίμακα παραβλέποντας το μέγεθος των ανισοτήτων στο περιφερειακό και πολύ περισσότερο στο τοπικό επίπεδο. Η αντίφαση εδώ είναι ότι μπορεί κανείς να βλέπει τον πλούτο των πιο αδύνατων χωρών να αυξάνεται, άρα οι ανισότητας να μειώνονται, ενώ ταυτόχρονα πολλές περιφέρειες εντός των ίδιων αυτών χωρών να γίνονται ακόμη πιο φτωχές.
Μέσα σ΄ αυτό το κυρίαρχο πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού η τοπο-κεντρική προσέγγιση υποστηρίζει ότι οι αναπτυξιακές παρεμβάσεις προφανώς και θα πρέπει να εστιάζουν στους ανθρώπους. Στους ανθρώπους όμως που ζουν εντός συγκεκριμένων τόπων με συγκεκριμένα γεωγραφικά, οικονομικά, θεσμικά, κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, όπως όλοι οι άνθρωποι δεν φορούν το ίδιο νούμερο παπούτσι, δεν είναι όλες οι πολιτικές κατάλληλες για όλους. Είναι προφανές ότι το πλαίσιο αυτό διασφαλίζει ρόλο και χώρο στην πολιτική σε όλα τα χωρικά επίπεδα και κυρίως στο τοπικό, χωρίς η πολιτική απλά να ακολουθεί το πλαίσιο που επιτάσσει η αγορά σύμφωνα με το κυρίαρχο νεοκλασικό οικονομικό μοντέλο.
Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα εδώ που έχει να κάνει με την Εγνατία Οδό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα εμβληματικό αναπτυξιακό έργο βελτίωσης της προσπελασιμότητας της χώρας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι στην τοπική μικρο-κλίμακα οι επιπτώσεις είναι το ίδιο θετικές παντού. Υπάρχει και εδώ μια ενδιαφέρουσα συζήτηση τα τελευταία χρόνια στην επιστημονική βιβλιογραφία με βάση το επιχείρημα ότι η κατασκευή ενός μεγάλου μεταφορικού άξονα δεν αποτελεί οπωσδήποτε αναπτυξιακή παρέμβαση για κάθε περιοχή. Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τη δομή του αστικού και παραγωγικού συστήματος, τα χαρακτηριστικά και την ανταγωνιστικότητα της κάθε περιοχής από την οποία διέρχεται ο άξονας αυτός και από πλήθος άλλων παραγόντων. Με άλλα λόγια στο επίπεδο του τόπου προκύπτουν τελικά κερδισμένοι και χαμένοι. Το ισοζύγιο που θα προκύψει είναι μεταξύ άλλων συνάρτηση του σχεδιασμού και των δράσεων στο τοπικό επίπεδο.
Το «Μάρκετινγκ του τόπου» ή άλλως Place Marketing ή Local Branding είναι η δεύτερη ιδέα-πρόταση για την ενδυνάμωση του ρόλου του τόπου στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι. Είναι αλήθεια ότι η σύνδεση του κλάδου του μάρκετινγκ με τα ζητήματα τοπικής ανάπτυξης, αποτελεί μία σύγχρονη τάση τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στο πεδίο άσκησης τοπικών πολιτικών. Με βάση αυτήν την τάση, οι τόποι μπορούν να διαμορφώσουν την εικόνα και την ταυτότητά τους, στοχεύοντας στην αύξηση της ελκυστικότητάς τους προς το εξωτερικό περιβάλλον, βασιζόμενοι στο προφίλ που έχουν ή αυτό που θα ήθελαν να δημιουργήσουν. Η ταυτότητα εδώ έχει να κάνει όχι μόνο με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά ή τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις αλλά και με τον άκτιστο χώρο, που έχει να κάνει με τους ανθρώπους και τα άυλα στοιχεία όπως είναι ο πολιτισμός αλλά και οι συνήθειες και ο χαρακτήρας των ανθρώπων. Το πνεύμα φιλοξενίας για παράδειγμα που μπορεί να χαρακτηρίζει έναν τόπο, είναι ένα στοιχείο που δύσκολα μπορεί να το μετρήσει η ΕΛΣΤΑΤ. Εύκολα όμως μπορούν να το νιώσουν και να το καταλάβουν οι άνθρωποι. Το μάρκετινγκ του τόπου λοιπόν, είναι μια πολυεπίπεδη στρατηγική προσέγγιση που απαιτεί μια κουλτούρα συνεργατικότητας στο τοπικό επίπεδο, προκειμένου ο τόπος να βρει τη θέση του στην εθνική και διεθνή κλίμακα. Αυτό βεβαίως σημαίνει στο τοπικό επίπεδο διάλογο, αντιπαραθέσεις ιδεών, αμφισβητήσεις αλλά και σύνθεση.
Η αφορμή για την τρίτη ιδέα-πρόταση προέρχεται από μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία της Γενικής Γραμματείας Στρατηγικών & Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης που έχει τίτλο «Επιλέγουμε Ελλάδα χτίζοντας Γέφυρες Γνώσης και Συνεργασίας» https://www.knowledgebridges.gr/, η οποία ενθαρρύνει τη λειτουργική δικτύωση των Ελλήνων που έχουν φύγει και εργάζονται στο εξωτερικό, με την ελληνική οικονομία, για όσο διάστημα θα βρίσκονται εκτός συνόρων. Για να καταλάβουμε τη σημασία που έχει αυτή η ιδέα, αρκεί απλά να θυμηθούμε ότι το ζήτημα της μαζικής φυγής νέων επιστημόνων μέσα στην κρίση, το γνωστό φαινόμενο brain drain, είναι πλέον μια επώδυνη πραγματικότητα που συνεχώς αυξάνεται και όχι απλά απειλή.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Η εύκολη απάντηση εδώ είναι να εξαλείψουμε τους λόγους που οδήγησαν τους νέους αυτούς ανθρώπους σε φυγή. Να αλλάξουμε δηλαδή το παραγωγικό πρότυπο της χώρας. Θεωρητικά αυτό είναι σωστό, πρακτικά όμως είναι δύσκολο, χρονοβόρο και αργόσυρτο σε μια χώρα που δε φημίζεται για τα ισχυρά αντανακλαστικά της. Τι θα μπορούσε να γίνει βραχυπρόθεσμα; Εδώ η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, αυτό που ουσιαστικά προτείνει, είναι οι έλληνες επιστήμονες που ζουν στο εξωτερικό να μπορούν να δικτυωθούν με την ελληνική οικονομία αλλά και με τους τόπους καταγωγής τους που έχουν και πιο εύκολη πρόσβαση. Για παράδειγμα, ένας επιστήμονας του εξωτερικού, θα μπορεί να αναπτύσσει σχέσεις συνεργασίας με τοπικές επιχειρήσεις, προωθώντας τα προϊόντα της, ή λειτουργώντας ως μέντορας (business angel) καθοδηγώντας μια νεοφυή τοπική επιχείρηση να αναπτύξει τις δραστηριότητές της στο εξωτερικό. Γενικότερα θα μπορεί να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ της τοπικής οικονομίας και της χώρας που ζει, μέσα από διάφορα μοντέλα συνεργασίας και δικτύωσης.
Το χτίσιμο όμως τέτοιου είδους γεφυρών όχι μόνο δημιουργεί ευκαιρίες δικτύωσης και συνεργασίας αλλά ανοίγει μελλοντικά και δρόμους επιστροφής του πολύτιμου αυτού ανθρώπινου δυναμικού στον τόπο του. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσο είναι εφικτή η καταγραφή, η ενημέρωση και η δικτύωση με όλους αυτούς τους επιστήμονες που επέλεξαν το δρόμο της αναζήτησης ενός καλύτερου μέλλοντος σε κάποια χώρα του εξωτερικού; Είναι εφικτό να στηθούν γέφυρες και δίαυλοι επικοινωνίας με το επιστημονικό αυτό δυναμικό αλλά και με αναγνωρισμένους καλλιτέχνες, αθλητές, πετυχημένους επιχειρηματίες ακόμη και πολιτικούς που ενεργοποιούνται σε μια ξένη χώρα και η καταγωγή τους έχει αναφορά από τον τόπο των Γρεβενών; Η απάντηση το ερώτημα πρέπει να δοθεί προφανώς στο τοπικό επίπεδο.
Η τέταρτη πρόταση έχει να κάνει με την ιδέα εφαρμογής ενός πιλοτικού προγράμματος στην Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών που έχει τίτλο «Επιστρέφω στον τόπο μου». Τι είναι αυτό που λέει με απλά λόγια αυτή η ιδέα; Λέει ότι σήμερα που όλοι στην Ελλάδα παραδέχονται ότι ο πρωτογενής τομέας αποτελεί έναν βασικό πυλώνα επάνω στον οποίο θα πρέπει να βασιστεί το νέο παραγωγικό πρότυπο, χιλιάδες Γρεβενιώτες ζουν στα μεγάλα αστικά κέντρα με πολλούς από αυτούς να έχουν υποβαθμίσει την ποιότητα ζωής τους μέσα στα χρόνια της κρίσης όντας είτε άνεργοι είτε υποαπασχολούμενοι. Αυτή ακριβώς είναι και η ομάδα στόχος στην οποία απευθύνεται η ιδέα αυτή. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι ταυτόχρονα, μπορεί να διαθέτουν ενδεχομένως ένα αξιοπρεπές σπίτι στο χωριό από το οποίο κατάγονται και να είναι ιδιοκτήτες γης που θα μπορούσε να τους αποφέρει ένα ικανοποιητικό εισόδημα εάν αξιοποιηθούν σωστά οι ευκαιρίες.
Ο πυρήνας λοιπόν της ιδέας «Επιστρέφω στον τόπο μου». είναι η επεξεργασία μιας ολοκληρωμένης δέσμης κινήτρων που να περιλαμβάνει χρηματοδοτική ενίσχυση και τραπεζικές διευκολύνσεις, εκπαίδευση, ενημέρωση, κατάρτιση, συμβουλευτική στήριξη και εξατομικευμένη καθοδήγηση σε ανέργους ή χαμηλόμισθους κατοίκους των μητροπολιτικών κέντρων (κυρίως Θεσσαλονίκη και Αθήνα) με καταγωγή από τα Γρεβενά, προκειμένου να επιστρέψουν και να δραστηριοποιηθούν στον αγροτικό τομέα στον τόπο καταγωγής τους.
Αυτό βέβαια δεν γίνεται με ευχολόγια, αλλά προϋποθέτει πρώτα από όλα πολιτική βούληση και δέσμευση αλλά και έναν στιβαρό επιχειρησιακό σχεδιασμό που θα περιλαμβάνει κριτική ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης με συγκεκριμένη στοχοθεσία και δράσεις. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει έναν αναλυτικό οδικό χάρτη ενεργειών και πρωτοβουλιών που θα πρέπει να αναληφθούν τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, αξιοποιώντας όλες τις χρηματοδοτικές ευκαιρίες εθνικών και ευρωπαϊκών προγραμμάτων, αλλά και τις ιδιαιτερότητες του «τόπου» όπως αναλύθηκε εισαγωγικά.
Το κείμενο απoτέλεσε το βασικό μέρος εισήγησης Κύκλου Διαλέξεων που διοργάνωσαν οι Ενεργοί Πολίτες Δυτικής Μακεδονίας σε συνεργασία με την Κοινότητα Μυρσίνας στις 1 Οκτωβρίου στα Γρεβενά, με τίτλο: Νομός Γρεβενών: μια μεγάλη και διαρκής αναπτυξιακή πρόκληση
* Ο Δρ Λευτέρης Τοπάλογλου εργάζεται ως Διευθυντής Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Δυτικής Μακεδονίας. ltopaloglou@lga.gr
πολύ ωραίο το κείμενο