Αντί επικηδείου:
Ήταν οι πρώτες μέρες του Φλεβάρη….
Μόνο αυτό ήξερε…
Δεν είχε καμιά επαφή με τον συμβατικό χρόνο.
Ο χρόνος είχε διασταλεί στην αντίληψή του…
Κόντευε ένας χρόνος που είχε αφήσει τη μάνα και τα αδέρφια του.
Ο μεγαλύτερος, δεκαεξάχρονος, δούλευε μεροκαματιάρης για το λάδι της χρονιάς στον Βόλο…
Η αδερφή του έφυγε στο αντάρτικο….
Η τελευταία εικόνα της ήταν δέκα βήματα….
Τόσο του επέτρεπε το στενό παράθυρο του ανωγιού, του πέτρινου σπιτιού…
Τα ξανθά μαλλιά της ανέμιζαν κάτω από το πράσινο δίκοχο ενώ το τραγούδι παρέμεινε για λίγο ακόμα στον αέρα από την παράταιρη άοπλη φάλαγγα αγοριών και κοριτσιών που με άψογο βηματισμό χάθηκε στην ανηφοριά….
Δεν γύρισε ούτε μια στιγμή το βλέμμα της…
Εκείνη η λαχτάρα των ματιών που δεν συναντήθηκαν θα κρατούσε τριάντα ολόκληρα χρόνια!
Στον κάτω όροφο ζούσε το αγαπημένο «ζευγάρι», τα δύο βόδια που όργωναν τη λιγοστή γη που τους έδινε το ψωμί της χρονιάς-αν ήταν καλή- και ο Κίτσος το σκληροτράχηλο ψαρή μουλάρι.
Με δάκρυα στα μάτια κατέβηκε στον Κίτσο.
Αυτός του απέμεινε μονάχα!
Ο μαυροκόκκινος Καράς με τον λευκό Τσαπούλη μαζί με τα λιγοστά σκεπάσματα, φλοκάτες και μάλλινα στρωσίδια, έγιναν λάφυρο στα χέρια των ΜΑΥδων…
Ήταν η μέρα που βγήκε για ξύλα στο δάσος…
Ευτυχώς!
Ο νους του γύριζε σε κείνη τη σκηνή…
Τη μάννα φαρμακωμένη, να κλαίει μπροστά στα αδειανά παχνιά…
Η χηρεία τη φόρτωσε στο πένθος και στα μαύρα από τα τριανταπέντε της.
Πέρα από τη φτώχεια είχε να αντιμετωπίσει και τη σκληράδα των συγγενών της…
Το βάρος μιας ακέφαλης οικογένειας ήταν μεγάλο για την εποχή.
Έτσι πριν καλά-καλά στεγνώσουν τα δάκρυα την πάντρεψαν με το ζόρι. Μια οικογένεια από την μεριά του νέου άντρα της, δεν είχε μάννα, είχε ορφανά!
Η ανάγκη κάνει δεσμούς φιλοτιμίας….
Την κοίταξε με βλέμμα συμπόνοιας και θάρρους….
Ξεφόρτωσε, και έδωσε λίγο νερό στο κουρασμένο ζωντανό που κούνησε τα αυτιά του, έσκυψε το κεφάλι του, χλιμίντρισε σιγανά και παραπονεμένα και κίνησε για τη θέση του στο παχνί. Μασούλησε λίγα στάχυα βρίζας που βρήκε και χτύπησε το μπροστινό του πόδι στο χωμάτινο δάπεδο….
Αυτά σκέφτεται ο μικρός ημιονηγός, ενώ στο πρόσωπό του πέφτουν αραιές νιφάδες χιονιού…
Ύπνος δεν τον πιάνει απόψε.
Το κρύο είναι τσουχτερό…
Δίπλα του σε μικρές σκηνές κοιμάται ένας Λόχος Ορεινών Καταδρομών…
Άνδρες αποφασισμένοι, καλοταϊσμένοι και πλήρως εξοπλισμένοι….
Καινούργια ρούχα, γυαλισμένες αρβύλες, βαριά γυλιό και άφθονο φαγητό….
Μόνο για αυτούς!
Όχι για τους επιστρατευμένους ημιονηγούς!
Και τι ημιονηγούς….
Από ανταρτοκρατούμενες περιοχές και «εμφορουμένους από ανατρεπτικάς ιδέας, ιδίας μετά των απάτριδων κομμουνιστοσυμμοριτών» όπως άκουσε από το στόμα ενός νεαρού ανθυπολοχαγού όταν περίμεναν στη σειρά για το πρωινό ρόφημα…
Γάλα σκόνη! Αχ! αυτή η γλυκιά αμερικάνικη σκόνη που τρωγότανε σκέτη….
Μόνο που σήμερα δεν είχε για του «εμφορουμένους»…
Δεν κατάλαβε ποτέ το νόημα αυτής της λέξης….
Μόνο κουραμάνα!
Ο σκληρός ήχος χαλικιού που σπάει στο στόμα με την περιφρόνηση του έδωσε να καταλάβει ότι ήταν κάτι πολύ κακό και άξιο τιμωρίας!
Ο Κίτσος το έκανε συχνά…
Φοβότανε πολύ τον θόρυβο από μεταλλικά αντικείμενα….
Δεν τον συνήθισε ποτέ!
Άντεχε στα βλήματα των όπλων, στις ριπές των πολυβόλων, στις εκρήξεις των ναρκών.
Σε τούτο τον αθώο ήχο ενός πεταμένου άδειου κουτιού κονσέρβας ή μιας άδειας κουτάλας στο καζάνι τον έπιανε τρόμος…Σηκωνόταν στα πισινά, έκοβε την τριχιά που τον κρατούσε δεμένο και χανόταν πανικόβλητος!
Έτσι έπαθε και στο αποψινό δείλι…
Τόσκασε….
Μεγάλη η ευθύνη! Νύχτα δεν μπορούσε να κινηθεί για να τον ψάξει….
Στα απόκρημνα και φοβερά βουνά των Αγράφων μόνο λύκοι και τσακάλια κυκλοφορούν αυτή την εποχή !
Τα ουρλιαχτά τους σου παγώνουν το αίμα…
Όταν όλες οι λαϊκές παραδόσεις, παραμύθια και ιστορίες, για αυτά τα πλάσματα του θεού έχουν πλέξει έναν αγκαθωτό δίχτυ φόβου, τρόμου, κακότητας και δεισιδαιμονιών
Αν στην αυριανή πρωινή αναφορά δεν τον είχε βρει θα είχε προβλήματα!
Του έδωσαν διορία μιας μέρας…
Αυτή πέρασε και ο Κίτσος ήταν άφαντος!
Η μεγάλη στιγμή είχε πλησιάσει.
Το Καρπενήσι είχε τρείς βδομάδες στα χέρια των ανταρτών.
Ακούστηκε ότι ρίξανε και ένα συμμαχικό αεροπλάνο!
Μεγάλη προσβολή για τον τακτικό στρατό.
Επίλεκτες δυνάμεις συγκεντρώθηκαν και περίμεναν την διαταγή ανακατάληψης.
Πρωί πρωί άκουσε ένα πολύ γνωστό χλιμίντρισμα….
Κάτω από την κουρελιασμένη χλαίνη που ήταν μεγαλύτερη από το ύψος του, έβγαλε το κεφάλι του και τον είδε….
Έτρωγε τα υπολείμματα σανού στην ταΐστρα των άλλων μεταγωγικών….
Σηκώθηκε και τον πλησίασε με λαχτάρα….
Φοβήθηκε μην το σκάσει ξανά!
Ο σκοπός τον αγριοκοίταξε μα δεν τον λογάριασε…
Δεν σήμανε ακόμα το εγερτήριο…
-Εεεε! Που πας; Του είπε σιγανά και όπλισε…
Ο φόβος σε κάνει να μη βλέπεις ή να βλέπεις τα πράγματα πολύ μεγάλα, παραλλαγμένα και τρομαχτικά.
Δεν αναγνώρισε το παιδί …
Αυτό τρόμαξε ακόμα περισσότερο το σκοπό παρά τη γαλήνια εικόνα που έβλεπε…
Με το καπίστρι στο χέρι και τον Κίτσο να ακολουθεί πειθήνια, ο Νάσης γύρισε και ξάπλωσε ανακουφισμένος πάνω στη βρώμικη χλαίνη!
Τα βλέφαρα έπεσαν βαριά όπως πέφτει το βαθύ σκοτάδι από σβήσιμο μιας δάδας φωτός
Όλο το αγκίστρωμα του φόβου στο άδειο στομάχι και η πίεση της προηγούμενης μέρας έγιναν ύπνος βαθύς όπου το σώμα κατέρχεται αποκαμωμένο ενώ η ψυχή και το πνεύμα ξετρυπώνουν και ελεύθερα περιδιαβαίνουν σαν πουλιά σε αδιάβατους παραδείσους…
Είχε μισο-σηκώσει με ένα μακρύ ξύλο το φορτωμένο με σωμένα κάρβουνα και στάχτες καπάκι της γάστρας. Η καλοψημένη τυρόπιτα τραγανιστή και μυρωδάτη έκανε την εμφάνισή της και η ατμόσφαιρα άρχισε να χαμογελάει.
Η μάνα ασβέστωνε τα χαλάσματα στο ανώι
Μάνα! Ψήθηκε! Έλα να τη δεις! Τωρααα! Πεινάω!
Κρατούσε το καπάκι μακριά και χάζευε το μεγάλο μπακιρένιο ταψί με πίτα.
Ξαφνικά, η αυλή γέμισε με οπλισμένους αγριωπούς γενειοφόρους που μαζεύτηκαν απειλητικά γύρω του.
Ένα κοντάκι όπλου του τρύπησε τα πλευρά…
Ο πόνος αφόρητος…
Προσπάθησε να το αποφύγει….
-Νάση! Ένα χέρι τον ταρακούνησε από τον ώμο. Ήταν ο Μήτσος, ο άλλος ημιονηγός. Συντοπίτης, κοντοχωριανός. Δύο χρόνια μεγαλύτερος, επιστρατευμένος και αυτός με ένα μαύρο άλογο, απετάλωτο, που κούτσαινε από το πίσω πόδι.
– Σήκω! Φεύγουμε!Εγώ πάω μπροστά…Εσύ μείνε ΄πίσω με τα άλλα παιδιά…Θα ανταμώσουμε στην κορφή!
Άνοιξε τα μάτια του. Τα ξανάκλεισε…’Ήθελε να ξεφύγει από ένα σκληρό κόσμο και βρέθηκε σε ακόμα χειρότερο….
Πετάχτηκε σαν ελατήριο. Το τάγμα άρχισε να κινείται σε μια απότομη πλαγιά όσο πιο αθόρυβα και συντεταγμένα μπορούσε…
Μετά ακολουθούσε ένας βασανιστικός ανήφορος από πυκνά έλατα και από κει σε λίγες εκατοντάδες μέτρα θα έφταναν στο Καρπενήσι….
Στο πεδίο της μάχης!
Ο Κίτσος είχε σηκώσει τα αυτιά του και κουνούσε πάνω κάτω πότε το ένα πότε το άλλο . Φοβήθηκε τον ήχο τον καζανιών που τα φόρτωναν οι βοηθητικοί των μαγειρείων.
Έτρεξε γρήγορα τον άρπαξε από το καπίστρι, έριξε την παλιά χλαίνη που τον εμπόδιζε πανωσάμαρα και πήρε τον κατήφορο…
Η βουνοκορφή κατάντικρυ ήταν το όριο .
Πίσω της ήταν ο στόχος!
Η πόλη,βασανισμένη από τις αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις.
Τη μιά ο Εθνικός Στρατός..
Την άλλη ο Δημοκρατικός Στρατός!
Τα χιονισμένα έλατα.μια ζωγραφιά.
Η άγρια σιγαλιά του κρύου πρωινού,ο φόβος του θανάτου και η ομίχλη της αμφιβολίας που σηκωνόταν στην προς την κορφή δεν άφηναν ούτε στιγμή το μάτι και την καρδιά να χαρούν!
Μόλις διάβηκαν το ορμητικό ποταμάκι από δύο ξύλινα πρόχειρα γεφύρια και παρά τον αχό του θολού νερού που δυσκολευόταν στις θεόρατες πέτρες, στις άγριες ρεματιές, ο ανατριχιαστικός ήχος του συρίγματος των όλμων ήταν σαν μαχαιριά!.
Σκόρπισαν όλοι και έπεσαν καταγής για να καλυφτούν.
Ο Κίτσος σηκώθηκε στα πίσω πόδια χλιμιτρίζοντας.
Ο Νάσης προσπάθησε να τον κρατήσει κοντά του ,τραβώντας δυνατά κι απότομα το χαλινάρι. Ένα κομμάτι αλυσίδας που περνούσε ανάμεσα στα σαγόνια τον προσγείωσε στα μπροστινά πόδια αλλά αμέσως τίναξε στον αέρα, κλωτσώντας δυνατά, τα πισινά.
Μέσα στον καπνό στα χώματα και την κρύα χιονισμένη λάσπη βρέθηκαν και οι δύο πλάι-πλάι…Μια αόρατη δύναμη τον πέταξε καταγής στη ρίζα ενός θεόρατου έλατου…
Ο Νάσης σαστισμένος και ζαλισμένος από τον δυνατό κρότο με τα αυτιά του να βουίζουν, προσπάθησε να σηκωθεί….
Δίπλα του ακούστηκαν βογγητά πόνου ενώ πιο πέρα ένας λοχίας μαυριδερός από την Κρήτη φώναζε μέσα από τα δόντια του ” πέστε κάτω μωρέ κοπέλια…”
Ακούστηκαν μερικές εκρήξεις πιο πάνω και πιο μακριά και μετά ακολούθησε νεκρική σιγή!
Δυο νοσοκόμοι έπεσαν πάνω σε έναν τραυματία που είχε κουρελιασμένο το αριστερό του μπατζάκι και μια μεγάλη κηλίδα αίματος είχε ποτίσει το χώμα.
-Κουράγιο σειρά, ελαφρά την έφαγες…
Με τα χέρια ματωμένα του έδωσαν να πιει “μια γουλιά μόνο” από ένα παγούρι…
Η μυρωδιά του τσίπουρου ταξίδεψε μέχρι τον μικρό ημιονηγό που σηκώθηκε ζαλισμένος και ψαχνόταν στο σώμα με τα χέρια, τινάζοντας από πάνω του τα ματωμένα χώματα…
Ο Κίτσος ήταν γονατιστός ακόμα σκεπασμένος με τις στρατιωτικές χλαίνες και τα γυλιό που κουβαλούσε…
Ανάσαινε βαριά…Προσπάθησε να τον τραβήξει από το καπίστρι προστάζοντάς τον…
Αδύνατον…
Έγειρε το κεφάλι βογκώντας ενώ ο αχνός από τα ρουθούνια του κάπνιζε με συχνότητα στο παγωμένο πρωινό.
Γονάτισε και του χάιδεψε την πλούσια ψαριά χαίτη του…
Ένα δάκρυ κύλισε από το δεξί του μάτι που έμεινε ανοιχτό και παγωμένο…Ο αχνός από τα ρουθούνια κόπηκε….
Το αίμα από την κοιλιά του Κίτσου, σαν κόκκινο ρυάκι, πήγαινε να συναντήσει το θολό ποτάμι…
Ένα χέρι τον έπιασε από τον ώμο και μια φωνή επιτακτική “ημιονηγέ,τα πράγματα…γρήγορα…φεύγουμε…η πατρίδα θα σου δώσει καλύτερο…” δεν μπόρεσε να τον παρηγορήσει!
Σύντομα έφτασαν κοντά του δύο νέα υποζύγια…
Ο Νάσης δεν προλάβαινε να σκουπίζει με τα λερωμένα μανίκια του τα δάκρυα, μουτζουρώνοντάς ακόμα περισσότερο το λεπτό πρόσωπό του και τα κατάξανθα ακανόνιστα μαλλιά του…
Δυο μεγαλύτεροι του ημιονηγοί, νεαροί της περιοχής, επίστρατοι και αυτοί, με γρήγορες κινήσεις μοιράζοντας το φορτίο του Κίτσου, τον τράβηξαν στην ανηφόρα…
Ο Νάσης κοντοστάθηκε μια στιγμή.
Σαν κάτι να τον τσίμπησε…
Έτρεξε στον αγαπημένο του συμπολεμιστή που τον μεγάλωσε από μικρό πουλάρι …
Έβγαλε με προσοχή το χαλινάρι από το κεφάλι και το στόμα του και τον σκέπασε τρυφερά με την κουρελιασμένη και βρώμικη χλαίνη του …
Τώρα ήταν ελεύθερη η ψυχή του να αναπαυτεί…
Λίγε δεκάδες μέτρα πριν την χιονισμένη κορυφή οι διλοχίες συγκεντρώθηκαν…
Οι λοχίες αναφέρθηκαν στον επικεφαλής λοχαγό για ένα ελαφρά τραυματία και ένα υποζύγιο νεκρό.
Οι τυχαίες πρωινές αναγνωριστικές και εκφοβιστικές βολές των πολιορκημένων ανταρτών -καθημερινή συνήθεια- δεν είχαν περισσότερο δυσάρεστα αποτελέσματα.
Ήταν μια πρόγευση θανάτου…
Οι διαταγές ήταν σύντομες και λακωνικές.
Αν και καλά εκπαιδευμένοι αυτοί οι άνδρες ο καθαρός αέρας γέμισε μια ανάκατη μυρωδιά σκόρδου, ιδρώτα, τραγίλας και φόβου…
“…Σε πέντε λεπτά θα χτυπήσουν τα αεροπλάνα Curtiss με εμπρηστικές στα πολυβολεία του εχθρού και θα μυδραλιοβολήσουν από χαμηλό ύψος… Μετά θα χτυπήσει το πυροβολικό…Τότε θα κινηθούμε από τρεις κατευθύνσεις ακροβολισμένοι…Μόλις παύσει το πυροβολικό μας απομένουν εκατό μέτρα για την επίθεση…Βοηθητικοί και ημιονηγοί θα μείνουν εδώ πίσω. Θα κινηθούν μόνο όταν ακούσουν σάλπιγγα συγκέντρωσης… Ο Θεός βοηθός…Η Παναγιά είναι μαζί μας…Με τη νίκη! Καλή τύχη”!
Ο Νάσης έπιασε ένα απάνεμο προσήλια…
Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα. Το κρύο τρυπούσε τα κόκκαλα.
Φλεβάρης…Είχε αφήσει και την χλαίνη για να ζεστάνει την ψυχή του Κίτσου…
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του… Ζεστά κι αβίαστα…
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί γιατί ο βόμβος της 336 μοίρας αεροπλάνων πλησίασε και έγινε εκκωφαντικός. Πέρασαν από πάνω τους και άρχισαν να ξερνούν φωτιά και θάνατο…
ριπές πολυβόλων ακούστηκαν αλλά χάθηκαν γρήγορα από τους ήχους των βομβών…
Μετά άρχισαν ομοβροντίες πυροβολικού και όλμων…
Οι λοκατζήδες έβγαλαν τις ξιφολόγχες.
Ο ήχος του “εφ’ όπλου λόγχη” ήχησε ρυθμικά και όρθωσε τις τρίχες στα ιδρωμένα σώματα….
Άρχισαν να κατηφορίζουν σιωπηλά προς την πόλη…
Ο Νάσης έκλεισε τα μάτια από κούραση,φόβο και πόνο…
Ήταν κατακαλόκαιρο…
Έτρεχε παρακαλώντας…
Ο Κίτσος τον κορόιδευε…
Γυρνούσε το κεφάλι του προς τα πίσω, το χαμήλωνε, όρθωνε τα αυτιά και τη χαίτη και συνέχιζε να καλπάζει στα ισιώματα…
Τον είχε αφήσει να βόσκει ελεύθερα…Κοιτούσε μια φωλιά από σπίνους πάνω στον κορμό μίας αιωνόβιας βαλανιδιάς…Εκεί σε μια τρύπα μπαινόβγαινε το ζευγάρι και τάιζε τα μικρά του που τσίριζαν απαιτητικά…
Έριξε ένα βλέμμα στον Κίτσο και τον είδε ήρεμο να βόσκει…
Το αποφάσισε…Σαν αίλουρος άρχισε να σκαρφαλώνει στην γέρικη βαλανιδιά.
Μόλις έφτασε στη μέση εκεί που ένα χοντρό κλαδί άπλωνε οριζόντια το χέρι του είδε τον Κίτσο να καλπάζει….
Σκόνταψε…Ανασηκώθηκε…Άρχισε να τον πλησιάζει…
Εκεί που άπλωσε το χέρι να πιάσει το καπίστρι που σερνόταν στην πρασινάδα, ο Κίτσος έκανε ένα σάλτο και χάθηκε!
Έκανε λίγα βήματα και αντίκρισε τον φοβερό και χαίνοντα γκρεμό…Στα πόδια του απλωνόταν μια καταγάλανη λίμνη ήρεμη και ανέμελη…
Δέος και απόγνωση τον ακινητοποίησαν σαν στήλη άλατος….
Από το βάθος ακούστηκε ο γνωστός ήχος της σάλπιγγας!
Άνοιξε τα μάτια του…
Το κορμί του πονούσε από τις λείες από τον αέρα και τη βροχή μικρές πέτρες, που ήταν βυθισμένες εδώ και εκατομμύρια χρόνια στο κορμί του βράχου που έγειρε που ακούμπησε…
Η ψύχρα της πέτρας δεν τον εμπόδισε να ταξιδέψει ειρηνικά για λίγο…
Σαν σαύρα που ηλιάζεται για να μαλακώσει τα παγωμένα μέλη και ύστερα να χαθεί, ευκίνητη, με ταχύτητα στις σχισμές , ο Νάσης πετάχτηκε ορθός.
Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Δεν είδε κανέναν δίπλα του.
Κίνησε κατά κεί όπου ακούγονταν αραιές τουφεκιές, οιμωγές και θρήνοι…
Άρχισε να ξεδιαλύνει από μακρά σκόρπιες φιγούρες μαυροντυμένων γυναικών να κινούνται σε ένα χιονισμένο ξάγναντο.
Πιο πέρα δύο στρατιωτικά φορτηγά και ένα νοσοκομειακό και στρατιώτες με φορία να αδειάζουν συνεχώς…
Ανάμεσά τους το τοπίο μαύριζε γύρω -γύρω..
Όσο πλησίαζε τόσο ξεκαθάριζε το τοπίο..
Το μαύρο χώμα πεταγόταν γύρω από έναν τεράστιο λάκκο.
Μετά ακολουθούσε ο ήχος των σκαπανέων πάνω στο παγωμένο , πετρώδες υπέδαφος.
Βυθισμένοι μέχρι τούς γοφούς αυτοί οι άνδρες χωρίς πανωφόρια δούλευαν αφηνιασμένα και με τάξη. Ήθελαν να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα…
Ύστερα από τους σκαπανείς έπαιρναν ‘φωτιά’ τα φτυάρια…
Ο ήχος της επαφής πέτρας, μέταλλου και χώματος πού λικνίζονταν στον αέρα, έσχιζε την ματωμένη σιγαλιά του απογεύματος σαν στριγκές ακονισμένου θανάτου και τρομαγμένων Ερινύων.
Όταν πλησίασε πιο κοντά ο λάκκος είχε γεμίσει με πτώματα που δεν χωρούσαν πια.
Άρχιζε να λιγοστεύει το φως..
Ο ήλιος χάθηκε βιαστικός πίσω από τα σύννεφα που σκέπασαν τις κορφές των βουνών..
Τα φορτηγά και οι στρατιώτες άρχισαν να αποχωρούν…
Ένας λοχίας διέταξε το συντετριμμένο ετερόκλητο πλήθος ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας που έριχνε πρόχειρα το χώμα της εκσκαφής στον ανθρώπινο λοφίσκο που έπαιρνε σχήμα σφαιρικό και σχημάτιζε σιγά σιγά τον μαύρο, σκληρό και βαρύ ουρανό των νεκρών στο κατάλευκο τοπίο, να αποχωρήσει….
Ένα φορτηγό αυτοκίνητο φόρτωνε τα τελευταία όπλα , κράνη στρατιωτών,εξαρτήσεις και δεσμίδες πολυβόλων με ιδιαίτερη επιμέλεια..
Τα ματωμένα ίχνη κατά παραταγμένες δεκάδες, έδειχναν το μέγεθος της βίαιης αναμέτρησης…
Ετούτοι είχαν καλύτερη μεταχείριση…
Ήταν οι νικητές!
Το βουβό πλήθος στη σειρά με τα πτυοσκάπανα στους ώμους πήρε την ανηφοριά με βήματα βαριά..
Μόλις το φορτηγό χάθηκε στη στροφή σαν κάτι να ακινητοποίησε την πομπή που πέταξε φτυάρια και σκαπάνες και χύθηκαν σπαράζοντας πάνω στον παγωμένο τύμβο αγκαλιάζοντάς τον.
Ο Νάσης παρακολουθούσε αποσβωλομένος σαν θεατής αρχαίας τραγωδίας ζωντανούς να σκάβουν με τα χέρια , να χαϊδεύουν χέρια παγωμένα, πόδια γυμνωμένα, ολοφυρόμενους…
Έσκιζαν τα λασπωμένα κουρέλια τους,τραβούσαν τα μαλλιά τους….
Οι αγαπημένοι τους δεν ήταν μονάχα ηττημένοι…
Δεν θα ξανάβλεπαν το φώς του ήλιου.
Η μοίρα τους χώρισε χωρίς να τους ρωτήσει, χωρίς να ζυγίσει, άδικα και σκληρά για πάντα!
Μια νέα γυναίκα με ξέπλεκα ξανθά μαλλιά, με λασπωμένο και ματωμένο πρόσωπο χαραγμένο από τα νύχια του πόνου και της απόγνωσης δεν θάταν πάνω από δεκαεφτά χρόνων-λίγο μεγαλύτερη του Νάση- δεν άφηνε ένα πόδι που φορούσε ένα πανέμορφο κεντημένο τερλίκι…
Δεν είχε ούτε φωνή ούτε άλλα δάκρυα…
Που βρήκε το θάρρος και τη δύναμη και την τράβηξε απαλά προς το μέρος του…
Με γρήγορες κινήσεις το σκέπασε με χώμα και κρατώντας την το χέρι ακολούθησαν το πλήθος που είχε απομακρυνθεί…
Το κρύο άρχισε να περονιάζει τα κόκαλα.
Όλο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνος…
Σκάλιζε τη φωτιά στο αναμμένο τζάκι ενός μισοτελειωμένου νεόκτιστου σπιτιού.
Η νεαρή γυναίκα αποκοιμήθηκε, στο μοναδικό ξύλινο και στολισμένο με κεντητά στρωσίδια κρεβάτι , με με μια καδραρισμένη φωτογραφία αγκαλιά…
Ήταν παρά το λιγοστό φως των καιόμενων ξύλων, ευδιάκριτα τα πανέμορφα τερλίκια μιας ανδρικής φιγούρας πλάι στο σκούρο μακρύ φόρεμα μιας γυναικείας παρουσίας με περίτεχνα στολίδια στη μέση της…
Παρέμεινε ακόμα ζωντανός ανάμεσα σε ζωντανούς νεκρούς…
Η καρδιά του είχε πετρώσει χρόνια πριν, στα χρόνια της ορφάνιας…
Δεν έχει καμία εικόνα του πατέρα του…
Δεν θυμάται πρόσωπο…
Είναι μια σκιά, θλίψης.
Μια σκιά που παίζοντας τα κάλαντα με τον μοναδικό ήχο του βιολιού του, δρασκέλισε το κατώφλι του φτωχικού του, με την παρέα του, λαούτο και νταιρέ…
Αφού κάθισαν αντικριστά την κόχη του αναμμένου τζακιού και ήπιαν τσίπουρο με μεζέ ψημένα ρεβύθια και χωράτεψαν με τη μάνα που ψηλή κορμοστασιά της έλαμπε χαμογελώντας μέσα στο κόκκινο υφαντό μάλλινο φόρεμά της, έπιασαν ένα τραγούδι που έδιωξε μεμιάς το χαμόγελό της…
Δεν πέρασε καιρός-ούτε σαράντα μέρες- και τούς άφησε για το μεγάλο ταξίδι…
Εκεί δίπλα σε ένα τζάκι που τριζοβολούσε σε ένα βυθισμένο στο πένθος δωμάτιο σκάλιζε την πονεμένη μνήμη του…
Η ξανθιά κοπέλα κάπου κάπου τιναζόταν και έτρεμε στον ταραγμένο ύπνο της…
Η σκηνή στον νεκρικό τύμβο δεν έλεγε να φύγει από τον νου του..
Ήταν ακόμα τόσο ζωντανή…
Θυμήθηκε τον Κοκκίνη.
Τον ξανθοκόκκινο ΄γέρικο ποιμενικό, νηστικό και καταβεβλημένο να στέκεται στα πόδια του φρεσκοσκαμμένου μνήματος, κουλουριασμένος, με το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια, τη μουσούδα ακουμπισμένη στο παγωμένο χώμα- ήταν αρχές Φλεβάρη τότε- και με βλέμμα θολό να αντικρίζει τον ξύλινο σταυρό…
Έμεινε εκεί για μια βδομάδα…
Ψωμί δεν άγγιζε…
Κάθε μέρα που πήγαινε εκεί με τον μεγαλύτερο αδερφό του δεν άλλαζε στάση..
Κουνούσε λίγο το τελευταίο τμήμα της ουράς του και δεν υπάκουσε στα παρακαλετά τους να τους ακολουθήσει…
Εκεί, πιστός φίλος, άφησε την τελευταία του πνοή…
Τάφηκε πιο κάτω, καλότυχος και τιμημένος..
Δεν είχε τη μοίρα του είδους του να τον φάνε τα όρνεα παραπεταμένο…
Τα δυο αδέρφια υπάκουσαν νοερά στη θέληση του νεκρού πατέρα!
Τώρα μόνος κι έρημος στη δίνη του θανάτου, είδε εκείνη τη δύναμη να βγαίνει από το σκοτεινό παρελθόν, να τραβάει το χέρι μιας άγνωστης από το σύμπλεγμα του χαμού και του αίματος και να την οδηγεί στην ασφάλεια της θρηνούσας ελπίδας!
Είχε βρέξει αρκετά..
Το βουνό άρχισε να το τυλίγει μια αραχνοΰφαντη ομίχλη…
Ήταν απομεσήμερο …
Το λεωφορείο έπαιρνε τον φιδωτό κατήφορο στη βορεια πλευρά του βουνού.
Ο Νάσης έπρεπε να ανέβει ένα χιλιόμετρο μέχρι την κορυφή για να πάρει μετά την νοτιοανατολική πλευρά και σε πέντε χιλιόμετρα να φτάσει στο σπίτι του.
Ο δρόμος, βαρύς, λασπωμένος, αμαξιτός χωματόδρομος..
Τα πόδια του γρήγορα , δυνατά, συνηθισμένα…
Με τα χέρια των χωρικών έγινε και με φτηνά μεροκάματα…
Στο πλάι του δρόμου,σε όλη την κορυφογραμμή , έχασκαν απειλητικά οι σχισμές των πολυβολείων, σαν στόματα με το αινιγματικό,σύντομο και γριφώδες μήνυμα θανάτου…
Πόσα μεροκάματα και εδώ…Όλο το χωριό πορεύτηκε με αυτά τα έργα μετά τον επαναπατρισμό από τον τετραετή βίαιο εκπατρισμό του εμφυλίου.
Όντας σε μια περιοχή ορεινή, δυσπρόσιτη και με πυκνά δάση βεαλανιδιάς είχε όλα εκείνα τα προτερήματα για την εγκατάσταση του στρατηγείου των ανταρτών και την συγκέντρωση και ανάπτυξη πολλών ανταρτικών ομάδων.
Η τροφοδοσία τους ήταν απρόσκοπτη από τους αγρότες και κτηνοτρόφους . Οι νέοι της περιοχής με την κατάλληλη κατήχηση πύκνωναν τις γραμμές τους…
Έμπειροι καπετάνιοι, θρύλοι, από την αντίσταση κατά των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών και τις νικηφόρες μάχες που είχαν δώσει, ήταν οι καθοδηγητές!
Για να σπάσουν αυτοί οι δεσμοί ολόκληρες περιοχές εκκενώθηκαν από τους κατοίκους , και πάνω στα Τζέιμς, τα στρατιωτικά φορτηγά, με λίγα υπάρχοντα, μεταφέρθηκαν σε ασφαλείς και ελεγχόμενους θύλακες από τον Εθνικό Στρατό, στα πεδινά , σε πόλεις και χωριά.
Ήταν τα πέτρινα χρόνια μιας εσωτερικής προσφυγιάς για αγρότες που δεν ταξίδεψαν πέρα από κει που φτάνουν τα πόδια τους, λίγες ώρες δρόμο, μέχρι το χωράφι, το δάσος ή το θερινό γρέκι των κοπαδιών τους.
Όταν κόβεται ο σύνδεσμος με τη γή σου και τον δικό σου ήλιο, αυτόν που μόνο εσύ ξέρεις από που ξεπροβάλλει και πίσω από ποιες βουνοκορφές χάνεται, είσαι ένα έμβρυο χωρίς ομφάλιο λώρο…
συνεχίζεται….
ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ
Αφιερωμένο στην μνήμη του πατέρα μου που μας άφησε τα ξημερώματα, σημερα
3 Ιουλίου, πλήρης ημερών μετα σύντομη μάχη που έδωσε με θάρρος, αξιοπρέπεια, δύναμη και στωικότητα, περιτριγυρισμένος απο αγάπη…..
Ηταν ενας απλός άνθρωπος, αγωνιστής, καλοσυνάτος, δοτικός, υπερβολικά τίμιος, ειλικρινής και δίκαιος, με αρχές και αξίες, που θυσίασε την ζωή του του για τους άλλους και κυρίως για να μορφώσει τα πέντε παιδιά του!
Καλό ταξίδι πατέρα!