Τη φράση αυτή εκστομίζουμε με σκωπτική διάθεση αυτοκριτικής. Ίσως επειδή η ελαφρότητά μας κατάντησε τα παραδοσιακά πανηγύρια χωρίς ουσία και νόημα. Όμως οι κοινωνίες επί αιώνες θεωρούσαν εξαιρετικά σημαντικά τα πανηγύρια και ήταν πάνδημη η συμμετοχή σ’ αυτά. Ο Δημόκριτος (5ος-4ος αιώνες προ Χριστού) μας κληρονόμησε την πολύ σημαντική φράση: «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος»! Βίος χωρίς γιορτές είναι σαν την μακρινή πορεία χωρίς στάση για ανάπαυση. Όλες οι κοινωνίες είχαν τις γιορτές τους και κατ’ αυτές πανηγύριζαν με λαμπρότητα.
Γενικό γνώρισμα των πανηγυρικών εκδηλώσεων σε όλους τους πολιτισμούς, διαχρονικά, ήταν άρρηκτη σύνδεσή τους με λατρευτικές εκδηλώσεις προς τους θεούς. Αυτές συνοδεύονταν από χορούς, τραγούδια, αθλητικούς αγώνες, και κοινές τράπεζες. Την λαμπρή παράδοση των αρχαίων προγόνων μας διατήρησαν και οι μετά Χριστόν γενιές. Τις λατρευτικές εκδηλώσεις, μέχρι και το τέλος της τουρκοκρατίας, συνόδευαν χοροί, τραγούδια και κοινές τράπεζες, ώστε να διατρανωθεί ότι η ενορία ήταν κοινωνία προσώπων. Το πανηγύρι της ενορίας ήταν η ετήσια προσμονή όλων των ενοριτών, ιδίως των ξενιτεμένων. Φρόντιζαν οι τελευταίοι να τακτοποιήσουν όλες τις υποχρεώσεις τους, ώστε να μην λείψουν από τη σύναξη. Και δινόταν πρώτης τάξεως ευκαιρία για γνωριμία των νέων και για συνοικέσια.
Οι συμμετέχοντες διατηρούσαν στο ακέραιο την αίσθηση ότι η σύναξη είχε πρωτίστως λατρευτικό χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτό προετοιμάζονταν κατάλληλα για τη συμμετοχή τους στις ακολουθίες της Εκκλησίας και στα Μυστήριά της. Έρχονταν με ευλάβεια να τιμήσουν τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού, την Κοίμηση της Παναγίας μητέρας Του ή τον άγιο προστάτη της ενορίας τους. Από τη συμμετοχή αυτή αντλούσαν θάρρος και εύρισκαν τη διάθεση να πανηγυρίσουν, αν και βίωναν υπό φρικτές συνθήκες δουλείας. Ήταν ακόμη το πανηγύρι ευκαιρία υπέρβασης του λιτού γεύματος της καθημερινότητας. Ξένοι περιηγητές τόνισαν με έμφαση τη μεγάλη σημασία των πανηγυριών για τους υπόδουλους προγόνους μας.
Σημαντικό στοιχείο που προστέθηκε, με την πάροδο του χρόνου, σε κάποια πανηγύρια ήταν η έκθεση προς πώληση διαφόρων προϊόντων. Αυτό είχε ως συνέπεια να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της γιορτής και να μετατραπεί αυτή αποκλειστικά σε εμποροπανήγυρη. Αν ερευνήσουμε την ιστορία κάθε σύγχρονης εμποροπανήγυρης θα βρούμε ότι την αφετηρία της έχει σε εκκλησιαστική γιορτή.
Η παράδοση του πανηγυριού τηρείται και στην εποχή μας όμως έντονα αλλοιωμένη. Η σύναξη έπαψε να έχει πρωτίστως λατρευτικό χαρακτήρα. Το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες στις εκδηλώσεις, που οργανώνει ο πολιτιστικός σύλλογος, ο οποίος δεν εδρεύει στην κοινότητα αλλά σε κάποιο αστικό κέντρο. Ο χορός και το τραγούδι ευτυχώς παραμένουν στο πρόγραμμα και συνοδεύονται από άφθονη κρεωφαγία, πολλές φορές με χορηγίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία ρυθμίζει τα πάντα με βάση την ψηφοθηρία. Κύρια εκδήλωση δεν είναι πλέον η λατρευτική σύναξη, αλλά το γλέντι του πολιτιστικού συλλόγου. Αυτό οργανώνεται την παραμονή της εκκλησιαστικής γιορτής, ακόμη και σε περίοδο νηστείας. Οι κουρασμένοι γλεντοκόποι ίσως προσέλθουν την επομένη να ανάψουν ένα κερί, πριν ετοιμαστούν για την αναχώρηση για το αστικό κέντρο διαμονής τους, εγκαταλείποντας στο χωριό τους τελευταίους γέρους, που σύντομα θα κηδεύσει κάποιος ιερέας, που υπηρετεί πλέον δύο και τρεις και ακόμη περισσότερες ενορίες.
Γιατί άραγε επιβιώνουν τα πανηγύρια με τη μορφή έστω που δικαιώνει τη χρήση με σκωπτική διάθεση της φράσης «είμαστε για τα πανηγύρια»; Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό και αντιστέκεται στο σχέδιο του συστήματος εξουσίας να τον καταστήσει άκρως αντικοινωνικό αποκόπτοντας την επαφή με τους συνανθρώπους του και συναλλασσόμενο αποκλειστικά με τις ψυχρές μηχανές για την καλύτερη δήθεν εξυπηρέτησή του! Οι χοροί στην πολιτιστική σφαίρα των προγόνων μας ήταν κυκλωτικοί και παραμένουν. Μάλιστα έχουμε με την πάροδο του χρόνου επάνοδο μάλλον στη χορευτική μας παράδοση, εγκαταλείποντας τη δουλική αποδοχή των χορών της Εσπερίας. Όμως παραμένει σημαντικό πρόβλημα προς επίλυση. Ούτε ευκαιρίες για διασκέδαση μας λείπουν κατά τη διάρκεια του έτους ούτε, πολύ περισσότερο, τα καλά γεύματα, στους περισσότερους από μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να τονίσουμε ότι έχει επέλθει κορεσμός. Συνεπώς δεν βιώνουμε την προσδοκία του πανηγυριού, όπως τη βίωναν οι πρόγονοί μας, κατά την τουρκοκρατία. Το χειρότερο είναι ότι έχουμε αποσυνδέσει το πανηγύρι από την λατρευτική σύναξη. Έτσι είμαστε πλέον εύκολα διαχειρίσιμοι από το σύστημα που μας έχει μετατρέψει σε άτομα και επιδιώκει να μας εξουθενώσει μετατρέποντάς μας σε κωδικούς αριθμούς αναλωσίμων ειδών. Γι’ αυτό και το πανηγύρι δεν μπορεί να συμβάλει πλέον στην πλήρωση του υπαρξιακού μας κενού, όσο λαμπρή και αν επιχειρείται να είναι η ατμόσφαιρα.
Το λαμπρότερο πανηγύρι είναι του δεκαπενταύγουστου. Τείνει ο ημερολογιακός όρος να υποκαταστήσει τον εκκλησιαστικό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο λαός παλιότερα το αποκαλούσε μικρό Πάσχα. Αλλά ο ορθολογισμός των εγγραμμάτων παραξενεύεται με τις προλήψεις των αγραμμάτων προγόνων μας. Να πανηγυρίζουμε τον θάνατο! Οι αγράμματοι μπορεί να μη κατανοούσαν το «μετέστης προς την ζωήν» του εκκλησιαστικού ύμνου, είχαν όμως ακράδαντη την πίστη ότι η Παναγία ήταν γοργοϋπήκοη και έσπευδε να αποκριθεί στις παρακλήσεις των πονεμένων. Και σήμερα υπάρχουν βέβαια πονεμένοι. Αυτοί δεν έχουν διάθεση να συμμετάσχουν στα πανηγύρια βαρυνόμενοι από το πλήθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Γι’ αυτούς έπαψαν να ενδιαφέρονται το αντικοινωνικό κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση, που το μιμείται, και οι γλεντοκόποι, που πασχίζουν να εξέλθουν από το υπαρξιακό κενό.
Βέβαια υπάρχουν ακόμη συνάνθρωποί μας που τιμούν την εκκλησιαστική γιορτή. Αν δεν υπήρχαν, δεν θα σπαταλούσαν την ώρα τους χαλώντας και την ησυχία τους οι πολιτικοί, προσερχόμενοι σε κάποιον ναό που πανηγυρίζει, να ανάψουν λαμπάδα ενώπιον συσκευών εικονοληψίας, για να μεταδοθεί το συμβάν στα εσπερινά δελτία ειδήσεων. Ασφαλώς και θα γεμίσουν όλοι οι ναοί την ημέρα, που η Εκκλησία πανηγυρίζει τη μετάσταση της Παναγίας. Όλοι θα επωφεληθούμε από το διαθέσιμο τριήμερο απόδρασης, όμως μικρό θα είναι το ποσοστό αυτών που θα προσέλθουν στους ναούς. Και αυτό αρκεί για να γεμίσουν. Πόσοι άραγε θα έχουν κατά νου ότι η Παναγία μητέρα του Σωτήρα μας αλλά και ο Χριστός χλευάζονται ακόμη με έκθεμα στην Εθνική πινακοθήκη, που συντηρείται με χρήματα του λαού μας, για να ικανοποιούν τα διαστροφικά περί τέχνης αισθήματα προνομιούχων «καλλιτεχνών», ευνοουμένων του συστήματος εξουσίας; Πόσοι θα αποφύγουν να σπεύσουν για χειραψία των πολιτικών, που θα προσέλθουν για ψηφοθηρικούς λόγους έχοντας ψηφίσει αντιευαγγελικούς νόμους; Πόσοι θα τολμήσουν να απευθύνουν διαμαρτυρία για τη συνεχιζόμενη βλασφημία; Αν οι Αθηναίοι δεν είχαν τόση μεγάλη την ανάγκη απόδρασης από τη φυλακή τους, θε έπρεπε να πλημμυρίσουν τον χώρο έξω από την πινακοθήκη κρατώντας κερί πένθους. Όχι βέβαια για τον θάνατο της Παναγίας, η οποία ζει, γι’ αυτό και ο λαός πανηγύριζε την κοίμησή της, αλλά για την πορεία προς τον θάνατο του έθνους μας, που δεν συνειδητοποιεί ότι βιώνει μεγάλη παρακμή.
Η Παναγία δεν είναι σαν τις βασιλομήτορες της κοσμικής ιστορίας, που δεν ανέχονται προσβολή της ίδιας ή του τέκνου της και ζητούν την τιμωρία των υβριστών. Η Παναγία ακόμη και τώρα μεσιτεύει προς τον φιλάνθρωπο Θεό. Θα μεσιτεύει για τη σωτηρία μας μέχρι το τέλος της ιστορίας. Σε μας εναπόκειται να συνέλθουμε ή να συνεχίσουμε στο δρόμο προς την απώλεια.
«Μακρυγιάννης»