Ρακί βραστό στον Τσιαμτσό – Το καφενείο που βρισκόταν στην είσοδο του Λιβαδερού (Γράφει ο Κώστας Φαρμάκης)

22 Οκτωβρίου 2025
23:59
Κανένα σχόλιο

Όπως μπαίνουμε στο χωριό, στην δεξιά μεριά και λίγο πιο ψηλά απ’ το δρόμο στέκονταν ένα καφενείο. Ίσως ήταν και το πιο παλιό του χωριού. Ίσως.Ήταν ισόγειο. Χτισμένο από πέτρα. Και χρόνια τώρα ήταν ασοβάτιστο. Γι’ αυτό και τα πυκνά ξύλινα σενάζια του, φαινόταν σαν δαχτυλίδια που έσφιγγαν κι αγκάλιαζαν την πέτρα του μαγαζιού. Οι πόρτες και τα παράθυρά του ήταν ξύλινα.Κι ένα στρόγγυλο πόμολο στην κάθε πόρτα. Μια σήτα σκληρή, σιδερένια με σχέδιο ρόμβου προστάτευε τα λεπτά τζάμια. Εκείνα στηρίζονταν στο ξύλο με καρφάκια και χαραμάδες για το κρύο δεν υπήρχαν. Ήταν κλεισμένες με αλειμμένο άσπρο στόκο, που από την πολυκαιρία είχε πάρει ένα καφετί χρώμα, σαν το χώμα της αυλής του καφενείου του Τσιαμτσιού. Και οι καρέκλες, όλες τους ήταν ψάθινες. Τσιαμτσός ήταν ο Βασίλης Αγοραστός.Ήταν πατέρας του Ανδρέα και του Κώστα .Ένας μειλίχιος και ήρεμος άνθρωπος. Μάλλον κοντούλης άνδρας. Είχε γκρίζα μαλλιά κι αν θυμάμαι καλά ένα στενό μουστάκι. Το καφενείο του Τσιαμτσού εκτός από παλιό ήταν και σούπερ προσηλιακό .Όταν ο ήλιος ξεμυτούσε απ’ τον Αμάρμπη, πρώτα απ΄ το καφενείο του Τσιαμτσιού θα περνούσε και μετά κατηφόριζε στο άλλο χωριό. Γι’ αυτό το λόγο τον χειμώνα, όποιος θαρραλέος ήθελε να πιει καφέ έξω, το καφενείο του Τσιαμτσιού προτιμούσε. Γιατί το καφενείο αυτό είχε πάντα την πλάτη του στον βοριά, τον ήλιο από μπροστά και θέα το Σπίτι του Παιδιού, την εκκλησιά και τον αυλόγυρο του σχολειού.
Στο καφενείο του Τσιαμτσιού εγκαταστάθηκε για αρκετό καιρό και το τοπικό πρακτορείο του ΚΤΕΛ, όταν λιγόστεψαν οι λάσπες κι άρχισε η συγκοινωνία του χωριού να γίνεται με λεωφορεία. Δηλαδή κοντά στο 1966, αν δεν κάνω λάθος. Ο Τσιαμτσιός στο χωριό έγραψε κι αυτός την δική του ξεχωριστή ιστορία. Ήταν μεν απλός καφετζής αλλά και …καινοτόμος συνάμα. Είχε κι αυτός την δική του πατέντα. Να βράζει και να σερβίρει ρακί. Ρακί που άχνιζε τα κρύα και συνήθως χιονισμένα βράδια του χειμώνα. Να λοιπόν η συνταγή του. Έβραζε στο μπρίκι ντόπια ρακί ,αφού πρώτα είχε ρίξει μέσα ζάχαρη. Όταν η θερμοκρασία ανέβαινε η ρακί άρχισε να εξαερώνεται και το μπρίκι έπιανε φωτιά. Τότε ο Τσιαμτσιός με περισσή μαεστρία μοίραζε την αναμμένη ρακί στα φλιτζάνια. Έπαιρναν κι εκείνα με την σειρά τους φωτιά. Μια πρασινογάλαζη φλόγα σκέπαζε τα φλυτζάνια του καφέ, που στην περίπτωση αυτή εκτελούσαν χρέη ποτηριού. Και η φλόγα δεν έλεγε να σβήσει, κι έφθανε αναμμένη μέχρι το τραπέζι του πελάτη.
Όποιος πονούσε στο λαιμό, όποιος είχε βήχα πολύ και όποιος δεν προλάβαινε να σκουπίζει την μύτη του αυτό το γιατρικό πάντα προτιμούσε. Η ζεστή, αχνιστή ρακί μαλάκωνε τον λαιμό ,σταματούσε τον βήχα. Περδίκι σ’ έκανε με λίγα λόγια η ρακί του Τσιαμτσιού. Έτσι κάθε χειμωνιάτικο βράδυ όταν συχνά έβλεπες γριπωμένους να ανεβαίνουν, βήχοντας, στο μεσοχώρι του χωριού, ήξερες σίγουρα τον προορισμό τους. Κι αυτός δεν ήταν άλλος, από το καφενείο του Τσιαμτσιού. Ήταν η ρακί του Τσιαμτσού.Η ρακί με την πρασινογάλαζη φλόγα και την γλυκιά γεύση, που μόνο εκείνος, ο Τσιαμτσιός, ο μπάρμπα Βασίλης μπορούσε να κάνει.

Αφήστε μία απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

Προσοχή!!! Για να δημοσιεύονται, από 'δω και στο εξής, τα σχόλιά σας, θα πρέπει να επιλέγετε, την παρακάτω επιλογή  "Διάβασα και αποδέχομαι τους Πολιτική απορρήτου  " που σημαίνει ότι διαβάσατε κι αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου του kozan.gr. Αν, κάποια φορά, ξεχάσετε να το κάνετε θα λάβετε μια ειδοποίηση ότι δεν το πατήσατε (αρα δεν αποδεχτήκατε την πολιτική απορρήτου). Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χαθεί το σχόλιο σας, πατήστε να γυρίσετε πίσω  και ξαναπατήστε "δημοσίευση", τσεκάροντας, προηγουμένως, την προαναφερόμενη επιλογή. Η συμπλήρωση των πεδίων όνομα, Ηλ. διεύθυνση και ιστότοπος, της παραπάνω φόρμας, δεν είναι υποχρεωτική.

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Μείνετε συντονισμένοι