Η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής της ιστορίας. Η περιοχή που για δεκαετίες υπήρξε η ενεργειακή ραχοκοκαλιά της χώρας, παράγοντας πλούτο και ηλεκτρισμό για όλη την Ελλάδα, βυθίζεται σταδιακά στην εγκατάλειψη και την απελπισία. Ο άλλοτε δυναμικός αυτός τόπος, που στήριξε την εθνική οικονομία μέσα από τον μόχθο των εργαζομένων στη ΔΕΗ και στις γύρω βιομηχανίες, σήμερα μαραζώνει.
Η βίαιη και απροετοίμαστη απολιγνιτοποίηση άφησε πίσω της κατεστραμμένες οικονομίες, ανεργία και ανασφάλεια. Οι υποσχέσεις για «δίκαιη μετάβαση» αποδείχθηκαν γράμμα κενό. Τα κονδύλια καθυστερούν, τα έργα δεν προχωρούν, και οι επενδύσεις που εξαγγέλθηκαν παραμένουν σε επίπεδο σχεδίων και ανακοινώσεων. Η πραγματικότητα για τους κατοίκους είναι σκληρή: κλειστά καταστήματα, ερήμωση, νέοι που φεύγουν, οικογένειες που δεν βλέπουν μέλλον.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η πολιτική εκπροσώπηση της περιοχής δείχνει απούσα. Οι κυβερνητικοί βουλευτές παραμένουν θεατές, χωρίς ουσιαστική παρέμβαση ή πίεση προς τα κέντρα αποφάσεων. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, περιορίζεται σε εξαγγελίες και επικοινωνιακές κινήσεις, χωρίς να έχει παρουσιάσει ένα συγκροτημένο σχέδιο ανασυγκρότησης. Η σιωπή αυτή είναι όχι μόνο απογοητευτική, αλλά και προσβλητική για μια περιοχή που πρόσφερε τα μέγιστα στη χώρα.
Η Δυτική Μακεδονία δεν ζητά χάρη, ζητά δικαιοσύνη. Ζητά ίσες ευκαιρίες, σοβαρό αναπτυξιακό σχεδιασμό και πραγματική στήριξη. Οι κάτοικοι αυτής της γης αξίζουν κάτι περισσότερο από ευχολόγια και φωτογραφίες εγκαινίων. Αν δεν υπάρξει άμεσα μια ρεαλιστική πολιτική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής, η Δυτική Μακεδονία κινδυνεύει να περάσει οριστικά στο περιθώριο της χώρας — ένα παράδειγμα προς αποφυγή για το πώς η αδιαφορία και η ανικανότητα μπορούν να καταστρέψουν έναν ολόκληρο τόπο.