Κάθε μέρα στο ίδιο παγκάκι, κάθε μέρα η ίδια διαδρομή. Σαν να ήταν χθες η πρώτη φορά, ή μήπως ήταν χθες; Δεν θυμάμαι, η μνήμη μου έχει εξασθενήσει, δεν θυμάται όλες τις λεπτομέρειες. Εκεί ήταν που σταμάτησα να πάρω μια ανάσα από την κούραση της μέρας και να θαυμάσω την ηρεμία της λίμνης, να ακούσω τους ήχους της φύσης, να μείνω μόνη με τις σκέψεις μου. Και ήρθες και κάθισες εκεί δίπλα, κάποιος ενοχλητικός να παραβιάσει την ώρα της ηρεμίας μου. Δεν πτοήθηκες και μου έπιασες κουβέντα. Τι είπαμε; Μήπως θυμάμαι; Μπορεί και να θυμάμαι, αλλά έχει σημασία; Μάλλον όχι… και κάθε μέρα ήμουν εκεί και ήσουν και εσύ εκεί. Με όλες τις διαθέσεις του καιρού να εισχωρούν και στην δικιά μας ψυχή, αλλά εμείς να μένουμε εκεί για λίγη ώρα, ο ένας δίπλα στον άλλον.
Εκεί μάλλον ερωτευθήκαμε, εκεί είπαμε τις μεγάλες αλήθειες, σε αυτό το παγκάκι μου κράτησες το χέρι και κάποια στιγμή το άφησες γιατί μαλώσαμε και θυμώσαμε ο ένας στον άλλον. Άλλοτε καθισμένοι δίπλα – δίπλα, άλλες φορές ο καθένας στην δικιά του γωνιά, με μάρτυρες την φύση, μάρτυρες σε μια αγάπη που άντεξε στο χρόνο. Και άντεξε στο χρόνο γιατί κάθε μέρα, έστω για μια στιγμή της ημέρας, καθόμασταν σε αυτό το παγκάκι είτε αγγίζοντας ο ένας τον άλλον, είτε σιωπώντας, είτε χαρίζοντας χαμόγελα, ακόμα και δάκρυα. Ποτέ όμως δεν λείψαμε από αυτό το ραντεβού, και ίσως αυτό έχει σημασία, γιατί πάντα υπήρχε μια στιγμή να βρεθούμε δίπλα – δίπλα.
Δήμητρα Ν. Παπανικολάου