Με την ευκαιρία της προώθησης δομικών αλλαγών στον χώρο της υγείας από τη νέα πολιτική ηγεσία του υπ. Υγείας, κρίνεται σκόπιμο να τεθούν στο δημόσιο διάλογο προτάσεις που θα συμβάλλουν σημαντικά στη βελτίωση διαχείρισης των έκτακτων και επειγόντων περιστατικών ασθενών από το Εθνικό Σύστημα Υγείας σε ολόκληρη τη χώρα μας.
Πρόκειται για ένα ζήτημα που δυνητικά αφορά όλους μας και αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, αλλά και θέμα ασφάλειας σε έκτακτες καταστάσεις.
Καταρχήν, είναι ανάγκη να τονιστεί ότι στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών των δημόσιων νοσοκομείων τα προβλήματα δυσλειτουργίας που επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας συχνά ξεκινούν ήδη από τη στιγμή της προσέλευσης των ασθενών. Αυτό επειδή η πολύωρη αναμονή δυστυχώς δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο μίας συγκεκριμένης εφημερίας, ούτε φαινόμενο που παρατηρείται αποκλειστικά σε ένα νοσοκομείο ή έστω σε ορισμένα μόνο νοσοκομεία της χώρας. Πρόκειται για ένα ευρύτερο και κορυφαίο ζήτημα, που σχετίζεται με τη λειτουργία των δομών υγείας σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, καθώς και με τις υπάρχουσες δυνατότητες διαχείρισης και αντιμετώπισης έκτακτων και επειγόντων περιστατικών ασθενών, τις οποίες το ΕΣΥ μπορεί να προσφέρει με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα. Εξάλλου, είναι αυτονόητο ότι η αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών στο συντομότερο δυνατό χρόνο αποτελεί ουσιώδη παράμετρο για την καλή έκβαση της υγείας των ασθενών.
Τα αίτια των δυστοκιών
Τα αίτια των δυστοκιών που παρατηρούνται μπορούν να αναλυθούν σε δύο κύριους άξονες. Ο πρώτος άξονας αφορά τη δυνατότητα αντιμετώπισης έκτακτων περιστατικών στις δομές της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ). Είναι κοινή γνώση πως οι δομές αυτές στερούνται επαρκούς στελέχωσης με ανθρώπινο δυναμικό. Επιπλέον, συχνά στερούνται του αναγκαίου εξοπλισμού για τη διενέργεια βασικών και αναγκαίων εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων. Ακόμη και στις περιπτώσεις που ο εξοπλισμός αυτός υπάρχει, είναι σύνηθες να μην υπάρχει προσωπικό, ιατρικό και τεχνικό, για την επί 24ώρου βάσεως χρησιμοποίησή του. Επίσης, πολύ συχνά η πληθυσμιακή και χωροταξική κάλυψη με δομές ΠΦΥ είναι ανεπαρκής. Ως φυσικό επακόλουθο των καταστάσεων αυτών, η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών ασθενών, που δεν χρήζουν νοσηλείας, σε δομές ΠΦΥ καθίσταται πολλές φορές πρακτικά αδύνατη.
Ο δεύτερος άξονας αφορά τη λειτουργία των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) στα δημόσια νοσοκομεία. Πρώτα απ’ όλα, τα ΤΕΠ δεν είναι αυτόνομα, δηλαδή δεν διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό προσωπικού, αλλά λειτουργούν στηριζόμενα στο προσωπικό και άλλων τμημάτων του εκάστοτε νοσοκομείου. Λόγω και αυτού του γεγονότος, εξάλλου, δεν υφίστανται ιατρικές ομάδες ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των επειγόντων περιστατικών, με αποτέλεσμα οι ασθενείς με σύνθετα προβλήματα υγείας να καταλήγουν κάποιες φορές να νιώθουν «μπαλάκι» ανάμεσα σε ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, έκαστος των οποίων προσπαθεί να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει ένα κομμάτι των προβλημάτων που έχει οδηγήσει τους ασθενείς στο νοσοκομείο και τους παραπέμπει σε συνάδελφο άλλης ειδικότητας για τα περαιτέρω.
Συγκεκριμένες οι λύσεις
Στοχεύοντας να δομήσουμε ένα σύγχρονο και ολοκληρωμένο σύστημα αντιμετώπισης των επειγόντων περιστατικών στο ΕΣΥ, οφείλουμε να δώσουμε άμεσα συγκεκριμένες και χειροπιαστές λύσεις στα ζητήματα που σχετίζονται με αυτές τις παθογένειες.
Πρωτίστως, είναι επιβεβλημένο να δημιουργηθούν δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που να εξασφαλίζουν άμεση πρόσβαση στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας και σε όλες τις περιοχές ανά την επικράτεια. Οι δομές αυτές πρέπει να διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό για τις βασικότερες παρακλινικές εξετάσεις, αλλά και επαρκή αριθμό προσωπικού που να διασφαλίζει την απρόσκοπτη 24ωρη λειτουργία τους. Έτσι, θα είναι δυνατή η αντιμετώπιση των περιστατικών ασθενών που δεν χρήζουν νοσηλείας σε εξωνοσοκομειακό περιβάλλον, ενώ περιστατικά που χρήζουν νοσηλείας θα μπορούν να παραπέμπονται στο πλησιέστερο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών νοσοκομείου.
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών των νοσοκομείων, είναι ευνόητο ότι σε περίπτωση εφαρμογής ενός τέτοιου μοντέλου διαχείρισης των επειγόντων περιστατικών θα καλούνται να αντιμετωπίσουν σαφώς μικρότερο αριθμό ασθενών ανά εφημερία. Ωστόσο, η στελέχωσή τους με προσωπικό που θα τα καταστήσει αυτόνομα είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία. Με αυτόν τον τρόπο, άλλωστε, θα είναι εφικτή και η σύσταση ιατρικών ομάδων, αποτελούμενων από ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων πρώτης γραμμής με εξειδίκευση στην επείγουσα ιατρική, που θα αναλαμβάνουν την ολιστική και άμεση αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών των ασθενών. Αναντίρρητα, οι ιατροί αυτοί θα επικουρούνται κατά περίπτωση στο έργο τους και από ιατρούς άλλων τμημάτων των νοσοκομείων, με ειδικότητες των οποίων η συνδρομή στην αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών δεν κρίνεται συχνά απαραίτητη.
Κεντρική ιδέα γύρω από την οποία πρέπει να περιστρέφεται η εφαρμογή μίας τέτοιας πολιτικής υγείας είναι η ελάττωση των περιστατικών ασθενών που χρειάζεται να φτάνουν στο νοσοκομείο, μέσω της επιτυχούς αντιμετώπισής τους στις δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται μείωση του αριθμού των νοσηλευομένων, μείωση των συνολικών ημερών νοσηλείας, μείωση του κόστους νοσηλείας, ελάττωση του αριθμού των εργατοωρών που χάνονται αναίτια και, το κυριότερο, ελαττώνεται η ταλαιπωρία στην οποία υπόκεινται σήμερα οι ασθενείς στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών των δημόσιων νοσοκομείων. Ταυτόχρονα, βελτιώνεται η ποιότητα των παρεχομένων προς τους ασθενείς υπηρεσιών υγείας. Επίσης, βελτιώνονται οι συνθήκες εργασίας του προσωπικού στον χώρο της υγείας, γεγονός που αναμένεται να το καταστήσει ακόμα πιο παραγωγικό. Κανείς δεν θέλει να βρίσκεται στο νοσοκομείο, αν δεν είναι απαραίτητο. Η Πολιτεία οφείλει να δώσει τη δυνατότητα αυτή στους πολίτες.
Εν κατακλείδι, πρέπει να τονιστεί πως είναι κρίμα για την ελληνική κοινωνία, τη στιγμή που διαθέτουμε εξαίρετο επιστημονικό δυναμικό στον χώρο της υγείας, να έχουμε ασθενείς ταλαιπωρημένους και συχνά δικαίως δυσαρεστημένους και προσωπικό που, μολονότι υπερβάλλει εαυτόν, βρίσκεται συχνότερα αντιμέτωπο με το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης παρά με την ηθική και συναισθηματική ανταποδοτικότητα που επιθυμεί από την εργασία του. Οι δομικές, ωστόσο, δυσλειτουργίες του συστήματος υγείας της χώρας μας δημιουργούν πολλές φορές τέτοιες καταστάσεις. Είναι στο χέρι μας να τις αλλάξουμε, αρκεί να υπάρχει η ανάλογη πολιτική βούληση.
Αναμένουμε τις ενέργειες της νέας πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας προς αυτή την κατεύθυνση, διατηρώντας βαθιά την πεποίθηση ότι αξίζουμε και μπορούμε καλύτερα και στο νευραλγικό τομέα της Υγείας.
Ο Κωνσταντίνος Γ. Δακής είναι ιατρός, ειδικευόμενος Νευρολογίας στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Πηγή: iefimerida.gr – https://www.iefimerida.gr/ygeia/diaheirisi-epeigonton-peristatikon-ethniko-systima-ygeias