Είναι πολύ γνωστή και ευρέως διαδομένη η φράση του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Αυτή είναι αποσπασματική της εκτενέστερης “Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε μη όντων ως ουκ έστιν”. Αρκούμενοι στην αποσπασματική οι φιλοσοφούντες κατά τους χρόνους της νεωτερικότητας εδραίωσαν τις κοινωνικές αντιλήψεις στο θεμέλιο του ανθρωποκεντρισμού. Αμφισβήτησαν αρχικά τις επί γης αυθεντίες, κοσμική και θρησκευτική. Ακολούθησε η αμφισβήτηση της αυθεντίας του Θεού, τον οποίο έκλεισαν αρχικά σε οίκο ευγηρίας (φιλοσοφία του δεϊσμού) και στη συνέχεια ανήγγειλαν τον θάνατό του (φιλοσοφία του υλισμού).
Στο διαδίκτυο εντόπισα ότι τράπεζα στις ΗΠΑ σε διαφημιστική της εκστρατεία χρησιμοποίησε τη φράση του Πρωταγόρα θεωρώντας τη λέξη χρήματα ως οικονομικό όρο και αποδίδοντάς την ως νομίσματα! Δεν εντυπωσιάζει αυτό σε κοινωνία, στην οποία ως μόνη αξία θεωρείται ο πλούτος. Ο Πρωταγόρας φημιζόταν βέβαια για τα πολύ υψηλά δίδακτρα, όμως δεν είχε καταπέσει στην κατάντια των άγριων καπιταλιστών. Με τον όρο χρήματα εννοούσε τις αξίες, τις αρχές, τις πεποιθήσεις, όπως εμβριθείς φιλόλογοι έχουν αποφανθεί. Η μεγάλη αδυναμία όχι μόνο του Πρωταγόρα, αλλά και όλων των προ Χριστού φιλοσόφων είναι η μη γνώση ενός ασφαλούς και καθολικά αποδεκτού κριτηρίου αξιολόγησης αρχών, πεποιθήσεων και ενεργειών. Έτσι ήταν υποχρεωμένος να αποδεχθεί την υποκειμενική αξιολόγηση. Η σύγχυση επιδεινώνεται, όταν η αξιολόγηση γίνεται ερήμην θεών ή Θεού. Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, ο άνθρωπος είναι προικισμένος από τον Θεό δημιουργό με την έμφυτη ηθική συνείδηση. Αυτή αποτελεί ασφαλές κριτήριο αξιολόγησης των σκέψεων, των ενεργειών ή παραλείψεων. Βέβαια ο έλεγχος διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, όχι λόγω της διαφορετικής ποιότητας συνείδησης του καθενός, αλλά λόγω της ελεύθερης επιλογής μας να υπακούουμε στη φωνή της ή να την καταπνίγουμε. Ο Πρωταγόρας μάλιστα προσφέρει πρώτης τάξεως βοήθεια στους θέλοντες να καταπνίξουν τη φωνή της συνείδησής τους με άλλη ρήση του: «Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γεγονός ότι πολλά πράγματα είναι άδηλα και δεν φαίνονται και η συντομία της ανθρώπινης ζωής». Οι οπαδοί του δεϊσμού προσέγγισαν τη ρήση του Πρωταγόρα, τον οποίο κάποιοι φιλόσοφοι θεωρούν ως πρόδρομο του αγνωστικισμού. Αφού δεν γνωρίζουμε κάτι το ασφαλές, ας απωθήσουμε την περί αυτού ιδέα εκτός της ανθρώπινης ιστορίας. Κάποιοι άλλοι στη συνέχεια υπαρακόντισαν διακηρύξαντες τον θάνατό του!
Ο Πρωταγόρας δικαιολογείται απολύτως για τη διατύπωσή του αυτή, ίσως μάλιστα να είναι και άξιος θαυμασμού. Οι επανακάμψαντες στην αρχαία φιλοσοφία κατά τις εποχές της «αναγέννησης» και του «διαφωτισμού» μάταια προσπαθούν να οχυρωθούν πίσω από την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία είχαν παραβιασθεί επί αιώνες σκοτεινούς από αυταρχική και αντιανθρώπινη εξουσία. Οι όντως σκοτεινοί ηγεμόνες-αυθέντες και όχι οι σκοτεινοί αιώνες δεν εξουσίαζαν κατά την θεία τάξη όπως αυτή προβλήθηκε από τον Χριστό, στον οποίο, υποτίθεται ότι πίστεψαν. Απεναντίας παραχάραξαν κατά τρόπο φρικτό τη διδασκαλία του. Η απόρριψη όμως της γνωστής πλέον απόλυτης Αυθεντίας, όπως αποκαλύφθηκε με την ενανθρώπιση του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού είχε οδυνηρότατες συνέπειες στις δυτικές κοινωνίες. Ο Ντοστογιέφσκυ προβάλλει κατά θαυμάσιο τρόπο τη συνέπεια της ρήσης του Πρωταγόρα και, κυρίως, των αγνωστικιστών και υλιστών φιλοσόφων της νεωτερικότητας: «Χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται»! Και ο υλιστής Καμύ διερωτάται κατά τρόπο άξιο θαυμασμού: «Νοείται δικαιοσύνη χωρίς θεό;».
Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν Θεάνθρωπος. Ο Θεάνθρωπος όμως Ιησούς ξανασταυρώνεται από τους επιθυμούντες να αυτοαξιολογούνται, να αυτοθαυμάζονται και να αυτοδικαιώνονται. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ανέντιμο στην ιστορία των ιδεών από του να επικρίνεται ο Χριστός, που διακήρυξε «τις ελέγχει με περί αμαρτίας», για τα σοβαρότατα ολισθήματα ανθρώπων που διακήρυξα πίστη σ’ Αυτόν, αλλά απαξίωσαν τη διδασκαλία του καταπνίγοντας οπωσδήποτε τη φωνή της συνείδησής τους. Όλων αυτών των στοχαστών, που παραβίασαν θύρες από αιώνες ανοικτές, των αποκαλουμένων «διαφωτιστών» τα ιδεολογήματα, επιχείρησαν κάποιοι ομογενείς μας να «μεταλαμπαδεύσουν» στα άδολα τέκνα των προγόνων μας για να «φωτιστούν» και αυτά. Καθένας που αντέδρασε στην αντιπνευματική εκείνη λαίλαπα χαρακτηρίστηκε, επιεικώς, συντηρητικός ή, με εμπάθεια κρινόμενος, σκοταδιστής! Σκοταδιστής ο εμμένων στη διδασκαλία εκείνου που κήρυξε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου»! Σκοταδιστής εκείνος που προτάσσει τη διδασκαλία του ευαγγελικού λόγου και των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας από τις νεφελώδεις ιδέες των Γάλλων και λοιπών φιλοσόφων της νεωτερικότητας!
Πώς να αποδεχθούν οι δουλωμένοι στα πάθη την εν Χριστώ ελευθερία; Πώς να κατανοήσουν τη ρήση επί του σταυρού «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»; Πώς να κατανοήσουν οι με κριτήρια ανθρώπινα κρίνοντες, ότι ο πρώτος ένοικος του Παραδείσου, που ανοίχθηκε πάλι, χάρη στη σταυρική θυσία, είναι ένας φοβερός εγκληματίας; Πώς να κατανοήσουν ότι και άλλοι μετά από αυτόν εγκληματίες και ληστές και πόρνες τιμώνται ως άγιοι από την Εκκλησία του Χριστού; Ο λαός σφάλλοντας χρησιμοποιεί τη φράση «μας παριστάνει την οσία Μαρία», θέλοντας να τονίσει ότι κάποια γυναίκα γνωστή για τον ανήθικο βίο προσποιείται τώρα την οσία. Αλλά η Μαρία η Αιγυπτία, τη μνήμη της οποίας η Εκκλησία τιμά κατά την πέμπτη Κυριακή των νηστειών της Μεγάλης σαρακοστής, δεν προσποιείτο, καθώς δεν είχε βέβαια και νόημα να το πράξει βιώνοντας επί δεκαετίες στην έρημο, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα. Τόσο η Μαρία, όσο και οι άλλοι άγιοι εγκληματίες, ληστές και πόρνες φέρουν αυτόν τον χαρακτηρισμό με την πρόταξη της άκρως σημαντικής λέξης «πρώην». Τι έχει συμβεί σ’ όλους αυτούς; Μετανόησαν κατά Χριστόν. Η μετάνοια είναι το πλέον αποκρουστικό πράγμα στους βιώνοντες τη δουλεία των παθών. Η Εκκλησία μας διδάσκει το αμετανόητο του διαβόλου, του ανύπαρκτου θεωρούμενου στις δυτικές κοινωνίες. Αλλά αμετανόητοι παραμένουμε εν πολλοίς όλοι μας. Η μετάνοια δεν είναι υπόθεση ψυχρής εκτίμησης των πραγμάτων και η δια της λογικής λήψη απόφασης, ιδίως ενώπιον του θανάτου. Είναι εσωτερικός συγκλονισμός και λήψη απόφασης, η οποία ανατρέπει τα πάντα περί την προσωπική μας ύπαρξη. Αυτό είναι ακατανόητο σε όσους εμμένουν στις πτώσεις βαυκαλιζόμενοι με το ότι είναι ελεύθεροι έχοντας αποτινάξει τους δεσμούς που επέβαλλαν στους ανθρώπους προγενεστέρων κοινωνιών παρωχημένες πλέον αντιλήψεις. Είναι όμως και δυσκόλως κατανοητό και σε αρκετούς από τους ομολογούντες Χριστό, που αδυνατούν να κατανοήσουν τη θεία δικαιοσύνη, όπως αυτή εκδηλώνεται στα πρόσωπα αγίων που μετανόησαν, εγκληματιών, ληστών και πορνών. Αυτοί, ως εργασθέντες από της πρώτης ώρας στον αμπελώνα, έχουν την απαίτηση να αμειφθούν επί πλέον, αν και ο Χριστός με τη σχετική παραβολή το έχει καταστήσει απολύτως σαφές. Έχει επίσης καταστήσει απολύτως σαφές το κριτήριο της μελλούσης κρίσεως: «Επείνασα και εδώκατέ με φαγείν….». Ερμηνεύεται κατά τρόπο σαφή λοιπόν όχι μόνο η επάνοδος στις νεφελώδεις θέσεις του Πρωταγόρα, αλλά ο υπερακοντισμός τους με τη διακήρυξη του θανάτου του Θεού. Η ύπαρξή του είναι ολέθρια για τους αμετανόητους.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
Με τον Πρωταγόρα εισάγεται το ρεύμα του σχετικισμού και του υποκειμενισμού στη φιλοσοφία[1]. Ο Πρωταγόρας πίστευε ότι η γνώση δεν προσδιορίζεται αντικειμενικά, αλλά με τις αισθήσεις. Άρα, γνώση είναι ό,τι αντιλαμβανόμαστε όπως αποτυπώνεται στις αισθήσεις μας. Ο Πρωταγόρας εισήγαγε και την έννοια του «ανθρωποκεντρισμού», με τη χαρακτηριστική ρήση «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος»[2]. Η έκφραση αυτή σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέτρο της αλήθειας και της γνώσης και γι’ αυτό κάθε υποκειμενική άποψη για κάποιο θέμα έχει την άξια της. π.χ. Στην Αθήνα είναι μία ανοιξιάτικη μέρα. Ένας τουρίστας από την Σουηδία λέει πως κάνει ζέστη. Ένας τουρίστας από την Αίγυπτο λέει ότι κάνει κρύο. Και οι δύο λένε αλήθεια. Άρα η αλήθεια εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο εξετάζουμε την πραγματικότητα και επομένως είναι σχετική.
Περί θεών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Θεωρείται επίσης ο πρώτος αγνωστικιστής, όπως προκύπτει από τις θέσεις που εκφράζει στο έργο του Περί Θεών[1][3]. Από το Περί θεών, σώζεται μόνο ένα απόσπασμα: «Περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ’ ὡς εἰσὶν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ’ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι, ἥ τ’ ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὤν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου».[Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γεγονός ότι πολλά πράγματα είναι άδηλα και δεν φαίνονται και η συντομία της ανθρώπινης ζωής].» Αντιμετώπισε με κριτικό πνεύμα την ύπαρξη του Θεού θεωρώντας ότι εμπόδιο για τη γνώση του είναι «η αδηλότητα των θεών και η βραχύτητα του ανθρωπίνου βίου»[1]. Οι απόψεις του, όπως και αυτές του Σωκράτη, σκανδάλισαν τους Αθηναίους και κατηγορήθηκε από τον Πυθόδωρο για αθεΐα. Μαρτυρείται πως τα βιβλία του κάηκαν δημόσια στην αγορά και ο ίδιος καταδικάστηκε για αθεΐα. Για να αποφύγει τα χειρότερα ο Πρωταγόρας διέφυγε προς τη Σικελία, όμως, το πλοίο που τον μετέφερε ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε. Η συγκεκριμένη αφήγηση αμφισβητείται, καθώς στον Μένωνα του Πλάτωνα ο Σωκράτης αναφέρει πως ο Πρωταγόρας γνώρισε τιμές μέχρι το θάνατό του, παρόλα αυτά πιθανώς περιέχει ψήγματα αλήθειας σχετικά με την αντιμετώπισή του[1].
Η πλήρης φράση είναι: “Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε μη όντων ως ουκ έστιν”.
Το κλειδί για τη σωστή ερμηνεία του κειμένου είναι η λέξη “χρημάτων” και τι αυτή σημαίνει. Τα χρήματα στη φράση του Πρωταγόρα, σύμφωνα με τον Nestle, δεν σημαίνουν τις νομισματικές αξίες, αλλά, γενικά, τις ποιότητες, τις πεποιθήσεις, τις αρχές, την εσωτερική συγκρότηση με άλλα λόγια, και την ικανότητα κάθε ανθρώπου, χωριστά, να αντιλαμβάνεται με το δικό του τρόπο ό,τι είναι κοινό, μόνο κατ΄ όνομα, για όλους τους ανθρώπους.
Με βάση τα παραπάνω, η φράση θα μπορούσε να μεταφρασθεί ως εξής: “Ολων των αξιών (ποιοτήτων) μέτρο είναι ο άνθρωπος, αυτών που υπάρχουν, για το ότι υπάρχουν και αυτών που δεν υπάρχουν, για το ότι δεν υπάρχουν”.
Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, επιχειρώ μία περαιτέρω επεξεργασία: Οι αξίες, οι ποιότητες, υπάρχουν έτσι κι αλλιώς. Παίρνουν, όμως, διαφορετικές διαστάσεις, μετρώνται δηλαδή, στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου, μέσα από το μέγεθος και την ποιότητα του γνωστικού και διεργασιακού του σύμπαντος και ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει. Με μετρήσιμους όρους, π.χ. τι ξέρει και τι δεν ξέρει, τι μπορεί και τι δε μπορεί, τι νιώθει και τι δε νιώθει, τι πιστεύει και τι δεν πιστεύει κ.ο.κ.