«Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να ‘ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Oυρανός
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!
Καλλιό ‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!»
Αμέσως μόλις γράφτηκε ο «Θούριος» από τον Ρήγα Βελεστινλή, στα 1797, έγινε ύμνος στα χείλη Ελλήνων πατριωτών που ζούσαν στη Βιέννη. Τα βράδια μικρές παρέες συντρόφων του συγκεντρώνονταν στα σπίτια και με το «Καλλιό ‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!» οραματίζονταν μια ελεύθερη πατρίδα, χωρίς το φέσι του Οθωμανού πάνω από το κεφάλι τους.
Στους σαράντα πρώτους στίχους του ο Θούριος εξαίρει την ιδέα της ελεύθερης ζωής και αντηχεί το προσκλητήριο της Eπανάστασης σε όλους τους βαλκανικούς λαούς και ιδιαίτερα στους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονται με ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν, για να ελευθερώσουν το σκλαβωμένο Γένος τους. Σύμφωνα με τους μελετητές, δεν ήταν «ένα απλό πατριωτικό τραγούδι, αλλά ανοικτή προκήρυξη, προσκλητήριο δυνάμεων και πρόγραμμα ενεργείας, σύνθημα επαναστατικού συναγερμού για όλη την τουρκοκρατούμενη Βαλκανική και Εγγύς Ανατολή».
Ο Ρήγας έφτασε στη Βιέννη τον Σεπτέμβριο του 1796 και έναν μήνα μετά άρχισε να σκαρώνει τους πρώτους στίχους, παίζοντας μάλιστα ο ίδιος φλάουτο, δίνοντας έτσι τον τόνο στους συμπατριώτες του να τραγουδούν. Ένας γνωστός έμπορος της Βιέννης, ο Ευστράτιος Αργέντης, με καταγωγή από Χίο, 30 χρόνων το 1979, ήταν από τους πιο ένθερμους συντρόφους του Ρήγα και ο πρώτος της κρυφής και τόσο δεμένης εκείνης παρέας που οδηγήθηκε παραμονή των Χριστουγέννων σιδεροδέσμιος στα μπουντρούμια των αυστριακών φυλακών. Τέθηκε αμέσως σε απομόνωση και κατασχέθηκαν πολλά έντυπα που βρέθηκαν στο σπίτι και στην επιχείρησή του. Ο Ρήγας είχε φύγει για την Τεργέστη.
«Αυτές ήταν οι πρώτες συλλήψεις του κύκλου των οπαδών του Ρήγα», γράφει ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Αθανάσιος Καραθανάσης, ο οποίος έχει μελετήσει όσο λίγοι την ιστορική εκείνη περίοδο και μάλιστα ανακάλυψε στους καταλόγους των ελληνικών εγγράφων των Κρατικών Αρχείων της ρουμανικής πόλης Μπράσοβ μια επιστολή του Έλληνα εμπόρου Χρήστου Μάνου προς τον Σιατιστινό μεγαλέμπορα του Μπράσοβ Μιχαήλ Τσούμπρο. Η επιστολή στάλθηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1797 και αφορούσε τη σύλληψη του Αργέντη και άλλων Ελλήνων, συντρόφων του Ρήγα.
«Στην Τεργέστη τα γεγονότα με τη σύλληψη του Ρήγα εξελίχθηκαν ραγδαία το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1797. Από έντυπα και επιστολές που κατασχέθηκαν στην Τεργέστη, ενοχοποιήθηκαν πολλοί Έλληνες της Βιέννης. Στάλθηκε λοιπόν από την τοπική αυστριακή διοίκηση της Τεργέστης έφιππος ταχυδρόμος στη Βιέννη που την ενημέρωνε για τη σύλληψη του Ρήγα και το δίχτυ της συνωμοσίας του μέσα στην καρδιά της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Ο ταχυδρόμος κάλυψε την απόσταση Τεργέστη-Βιέννη σε πέντε μέρες (20-24 Δεκεμβρίου) και την 24η Δεκεμβρίου με διαταγή του υπουργού της αυστριακής αστυνομίας Pregen συλλαμβάνονται οι πρώτοι ύποπτοι συνεργάτες του Θεσσαλού επαναστάτη», αναφέρει ο κ. Καραθανάσης, προσθέτοντας πως για όλες τις ενέργειες της βιεννέζικης αστυνομίας ενημερώθηκε αμέσως ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος, ο οποίος σημείωνε τις παρατηρήσεις του για την πορεία των ανακρίσεων των Ελλήνων πατριωτών.
Μάλιστα στο έγγραφό του ο υπουργός της αυστριακής αστυνομίας Pregen προς τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο, στις 25 Δεκεμβρίου 1797, γράφει: «έλαβον αμέσως μετά την νύκτα τα αναγκαία μέτρα, πριν οι εδώ Έλληνες πληροφορηθούν εκ Τεργέστης περί της κρατήσεως του Βελεστινλή. Συνεπεία των μέτρων τούτων απεδείχθη ότι πολλοί Έλληνες εις την εδώ αγοράν είχαν γνώσιν της συγγραφής και διαδόσεως των άκρως επαναστατικών βιβλίων και δι΄ αυτό εφυλακίσθησαν ήδη πέντε εξ αυτών την παρελθούσαν νύκτα».
Οι Μακεδόνες σύντροφοι του Ρήγα
Ο Ευστράτιος Αργέντης ήταν από τα σημαντικότερα μέλη της Ελληνικής Κοινότητας της Βιέννης και χορηγός του Ρήγα Φερραίου (ο ίδιος δεν χρησιμοποίησε ποτέ αυτό το επίθετο). Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που συνέταξαν, μετά τη σύλληψή του, οι αυστριακές αρχές, ο Αργέντης παρείχε οικονομική και ηθική υποστήριξη στον Ρήγα, αναφέρεται μάλιστα πως χάρη σε αυτόν διοχετεύονταν προς την τουρκοκρατούμενη ελληνική επικράτεια βιβλία και άλλο επαναστατικό υλικό, για την αφύπνιση του σκλαβωμένου Γένους.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Αθανάσιο Καραθανάση, «η ανάκριση έλεγε πως ο Αργέντης έψελνε επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του στην κατοικία του, στην παλιά οδό Fleischmarkt».
Μαζί του συνελήφθη και ο βοηθός του, Ανδρέας Μαχούτης, από τη Λάρισα, ο οποίος ωστόσο αποφυλακίστηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1797, καθώς και ο τυπογράφος Γεώργιος Πούλιος με καταγωγή από τη Σιάτιστα Κοζάνης. Ο Γεώργιος Πούλιος είχε την εποχή εκείνη τη διεύθυνση του γνωστού τυπογραφείου της Βιέννης «Μαρκίδων Πούλιου», αφού ο αδερφός του και συνιδιοκτήτης, Πόπλιος Πούλιος, απουσίαζε στη Μολδοβλαχία. Οι Μαρκίδες Πούλιου (οι γιοι του Μάρκου Πούλιου) εξέδιδαν ήδη από το 1790 την «Εφημερίδα» -την πρώτη ελληνική εφημερίδα- και στο τυπογραφείο τους εκδίδονταν πολλά ελληνικά βιβλία -πάνω από 60. Το έκλεισαν οριστικά οι αυστριακές αρχές το 1797 όταν αποκαλύφθηκε ότι τυπώθηκε εκεί το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα, ένα πυκνοτυπωμένο μονόφυλλο μεγάλου σχήματος που περιείχε την Επαναστατική Προκήρυξη, τα Δίκαια του Ανθρώπου και τον Θούριο. Ο Γεώργιος Πούλιος κατηγορήθηκε πως τύπωσε 3.000 αντίτυπα του έργου και τα έστειλε στο σπίτι του Ρήγα. Παρέμεινε στις φυλακές μέχρι τις 28 Απριλίου 1798, οπότε αποφυλακίστηκε και απελάθηκε. Αρχικά πήγε στην Αγκόνα, όπου υπήρχε κέντρο επαναστατικών πυρήνων, και είχε σκοπό από εκεί να φτάσει στην Ελλάδα, αλλά κατέφυγε στη Γερμανία και στην πόλη Fürth, κοντά στη Νυρεμβέργη, όπου πέθανε το 1830.
Ο Δημήτριος Νικολίδης (1766-1798), από τη Ζίτσα Ιωαννίνων, διδάκτορας Ιατρικής, στα 32 του χρόνια κατηγορήθηκε ότι ήταν συνεργάτης και διέδιδε τα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα κι ακόμη ότι είχε ξεκινήσει τη μετάφραση του έργου «Περί της τύχης, των προόδων και των ατυχιών των Ελλήνων», ενώ ήταν στενός φίλος του σπουδαίου Γερμανού φιλοσόφου Γκεόργκ Βίλελμ Φρίντριχ Χέγκελ, θεμελιωτή της διαλεκτικής θεωρίας και κορυφαία μορφή της φιλοσοφίας του 19ου αιώνα. Ο Νικολίδης έμεινε για έξι μήνες στα μπουντρούμια των πιο σκληρών φυλακών της Βιέννης και στη συνέχεια παραδόθηκε στους Οθωμανούς και μεταφέρθηκε στο Βελιγράδι.
Ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, 22 χρόνων από την Καστοριά, ήταν υπάλληλος του Ευστράτιου Αργέντη και συνελήφθη μαζί με τον αδερφό του Ιωάννη Εμμανουήλ ,24 χρόνων, φοιτητή της Ιατρικής Σχολής, επίσης με τις κατηγορίες πως έψελναν επαναστατικά τραγούδια και διέδιδαν τις ιδέες της εξέγερσης των Ελλήνων.
Μια σύγχρονη και σπάνια μαρτυρία
Τα δραματικά γεγονότα της Βιέννης διασώζει η επιστολή που έστειλε ο γνωστός έμπορος της πόλης Χρήστος Μάνος, με καταγωγή από το Μελένικο της Βουλγαρίας και τη Νάουσα, στον μεγαλέμπορο του Μπράσοβ Μιχαήλ Τσούμπρο.
Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Καραθανάση, ο Τσούμπρος (1753-1805) παντρεύτηκε την κόρη ενός γνωστού εμπόρου της περιοχής και πήρε την καισαρο-βασιλική (αυστριακή) υπηκοότητα και οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες έφταναν σε όλη τη Βαλκανική και ακόμη στη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, ενώ οι περισσότεροι αντιπρόσωποί του ήταν από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σιάτιστα. Η επιστολή ξεκινά με αναφορές σε μια υπόθεση που ταλάνιζε και τους δύο και αφορούσε μια εκκρεμότητα που είχαν με τον Ευστράτιο Αργέντη και προς τούτο περίμεναν ένα γράμμα υποστήριξής τους από τον Σερραίο έμπορο Ιωάννη Χατζηδημητρίου. Με αφορμή λοιπόν την καθυστέρηση της επιστολή του Χατζηδημητρίου ο Χρήστος Μάνος ενημερώνει πως ο Αργέντης βρίσκεται στη φυλακή.
«Η εκκρεμότητα που είχαν Μάνος και Τσούμπρος με τον Αργέντη ήταν πολύ σοβαρή κι αυτό φαίνεται αφενός από το γεγονός πως είχε ενδιαφερθεί για το θέμα ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, ο οποίος μάλιστα κάλεσε τον πρεσβευτή της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη για να τον ενημερώσει, και αφετέρου από το ότι η δίκη συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Αργέντη με υπόδικους τους κληρονόμους του», αναφέρει ο κ. Καραθανάσης.
Το τέλος των συντρόφων και η έναρξη της Επανάστασης
Από τα μπουντρούμια της Βιέννης ο Αργέντης, ο Νικολίδης, οι αδερφοί Εμμανουήλ, αλλά και ο Αντώνιος Κορωνιός, 27 ετών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο, ο Ιωάννης Καρατζάς 31 ετών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας, 22 ετών, έμπορος από τη Σιάτιστα, δόθηκαν στους Οθωμανούς, οι οποίοι τους μετάφεραν τον Ιούνιο του 1798 στο φρούριο του Νεμπόισα, στο Βελιγράδι, εκεί όπου ήταν φυλακισμένος ο Ρήγας Βελεστινλής.
Στις 24 Ιουνίου βρήκαν όλοι μαρτυρικό θάνατο στα κελιά τους με στραγγαλισμό κι αφού προηγουμένως υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Τα πτώματά τους ρίχτηκαν στον Σάβα, τον παραπόταμο του Δούναβη που διασχίζει το Βελιγράδι.
Ο Ρήγας όμως είχε προλάβει να ολοκληρώσει το συγγραφικό του έργο και να σπείρει τον σπόρο της Επανάστασης. Στόχος του ήταν να ξεκινήσει με μιλά στους σκλαβωμένους Έλληνες από «την χερσόνησον του Μωρέως», να προχωρήσει προς την Ήπειρο και να φτάσει ώς τη Μακεδονία. Ήθελε να εξυψώσει το ηθικό τους για να ξεσηκωθούν και να πολεμήσουν τον Οθωμανό κατακτητή… Δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει τον σπόρο του να ανθίζει και την Ελλάδα να ελευθερώνεται…
Διαβάστε και το βιβλίο του Γ. Κορδάτου για τον Δημήτριο Οικονόμου και τον προδοτικό του ρόλο στην καταδίκη του Ρήγα. Να τα λέμε όλα .
Ετσι ακριβως. Ολοι που γνωριζουν Ιστορια ξερουν τον προδοτικο ρολο του Οικονομου.
Αυτός δεν τον κάρφωσε στους Αυστριακούς;
Και ο λόγος; Αυτα θα πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία γιατί οι προδότες δεν πρέπει να λησμονουνται.