Η μεγάλη αυτή γιορτή της Εκκλησίας εδώ και πολλές δεκαετίες είχε επισκιασθεί από την εθνική γιορτή, την επέτειο της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Συνέπεια αυτού υπήρξε η ελάχιστη αναφορά των ομιλητών, που εκφωνούσαν τον πανηγυρικό της ημέρας λόγο στην εκκλησιαστική γιορτή και στο πρόσωπο της Παναγίας μητέρας του Χριστού. Μάλιστα οι αποδομητές της ιστορίας, με αφορμή το ότι η επανάσταση κηρύχτηκε κατά τόπους δύο και τρείς ημέρες ενωρίτερα, βρήκαν ευκαιρία να επιτεθούν κατά της Εκκλησίας. Θεωρώντας αυτήν υπηρέτρια των κρατούντων υποστήριξαν ότι η Πολιτεία επί της βασιλείας του Όθωνα καθιέρωσε να τιμάται η έναρξη της επανάστασης την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ώστε να δρέψει δάφνες η Εκκλησία, η οποία, κατ’ αυτούς, απείχε από τον αγώνα μάλιστα είχε τεθεί στην υπηρεσία των κατακτητών για να αποκομίσει οφέλη από τη συνεργασία. Η αήθης αυτή προπαγάνδα των πάσης φύσεως διεθνιστών έλαβε πολύ μεγάλη έκταση στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Βιώνουμε πλέον ως κοινωνία την αποστασιοποίηση από την Εκκλησία. Εκείνο που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει είναι ότι παράλληλα έχει ψυχρανθεί τόσο ο πατριωτισμός όσο και το φιλότιμο του Έλληνα και η χώρα μας γνωρίζει μεγάλη παρακμή, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των κρατούντων.
Οι επικριτές της Εκκλησίας, εμπαθείς πολέμιοι αυτής, συγκαλυμμένα αρχικά αλλά με ιδιαίτερη προκλητικότητα πλέον ωρύονται κατά της Εκκλησίας θέλοντας να αγνοούν τι Αυτή είναι. Την ταυτίζουν σκοπίμως με πρόσωπα και απαξιώνουν τον Χριστό και τη διδασκαλία του ωσάν να μην υπήρξε ιστορικό πρόσωπο και να μην μας άφησε παρακαταθήκη. Πάντοτε οι ανέντιμοι πολεμούν τους αδύνατους, καθώς δεν είναι σε θέση να συγκρουστούν με τους ισχυρούς πόσον μάλλον με τον Κύριο Ιησού Χριστού, ο οποίος δίχασε την ιστορία σε εποχή προ και μετά τη γέννησή Του. Πολεμούν μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, τα οποία σε περιπτώσεις ενήργησαν όχι σύμφωνα με τις εντολές του Θεού αλλά αντίθετα προς αυτές. Και βέβαια δεν αγνοούν αυτό το ουσιώδες στοιχείο πριν προβούν σε καταγγελίες. Τυφλωμένοι από εμπάθεια επιδιώκουν να πλήξουν με κάθε τρόπο την Εκκλησία. Οι συνέπειες είναι πλέον ορατές στην κοινωνία μας, που βιώνει μεγάλη παρακμή ακριβώς επειδή τα μέλη της εν πολλοίς πείσθηκαν στα ψευδή συνθήματα και στις συκοφαντίες.
Για την Εκκλησία, τη μία αγία καθολική και αποστολική, μικρή σημασία έχει η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ενός λαού. Με την επιτυχή κατάληξη του αγώνα αυτού ο λαός αποκτά την εθνική του ελευθερία ή νομίζει ότι την αποκτά. Ο λαός μας δεν την απέκτησε καθώς ευθύς μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια κατέστη προτεκτοράτο της «προστάτιδας» Αγγλίας και παραμένει προτεκτοράτο των ΗΠΑ, από το 1947. Η ψευδαίσθηση εθνικής ελευθερίας είναι χειρότερη από την αίσθηση της σκλαβιάς. Πέραν της εθνικής βρίσκεται και η πολιτικοοικονομική ελευθερία. Για να είσαι ελεύθερος πρέπει να διαθέτεις ποσότητα χρημάτων είχε δηλώσει κυνικά ο Τσώρτσιλ. Στις κοινωνίες εντείνεται η φτωχοποίηση με τη σώρευση του πλούτου του πλανήτη στα θησαυροφυλάκια των ελαχίστων οικονομικών ολιγαρχών. Ούτε το ένα ούτε το άλλο φαίνεται να ενοχλεί τον Νεοέλληνα, επειδή ακριβώς στερείται της πλέον σημαντικής μορφής ελευθερίας, της πνευματικής, την οποία μόνο η Εκκλησία προσφέρει και όχι οι εγκόσμιοι «σωτήρες»-δημαγωγοί συνθηματολόγοι.
Ο Θεός ενανθρώπισε στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτό είναι το πλέον χαρμόσυνο μήνυμα ανά τους αιώνες. Δεν ενανθρώπισε, όπως κάποιες μυθικές ειδωλικές θεότητες, για να ικανοποιήσει πάθη καθ’ ομοίωση των ανθρωπίνων, αλλά για να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και να χαρίσει σ’ αυτόν την αιώνια ζωή. Όχι βέβαια δια της βίας, όπως κάποιοι ανά τους αιώνες επιχείρησαν και έδωσαν πρώτης τάξεως ευκαιρία να επιτεθούν οι εχθροί κατά της Εκκλησίας. Η ελευθερία είναι το πολυτιμότερο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Βέβαια αυτό συνοδεύεται από την ευθύνη για τις πράξεις μας και τις παραλείψεις μας. Αυτό ιδιαίτερα ενοχλεί, ενοχλεί αφάνταστα. Ο άνθρωπος, ο δουλωμένος σε πάθη, αν και αυτοπροβάλλεται ως ελεύθερος και διαπρύσιος κήρυκας της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, στην πραγματικότητα θέλει να ικανοποιήσει τα τρία μεγάλα πάθη: Τη φιλοδοξία, τη φιλαργυρία και τη φιληδονία. Από αυτά απορρέουν όλα τα άλλα. Αλλά το πάθος, βασικός όρος της ορθόδοξης θεολογίας βρίσκεται εκτός πεδίου ανάλυσης των πολυπραγμονούντων συγχρόνων αναλυτών.
Η Παναγία υπήρξε άσημη κόρη άσημης κώμης. Γι’ αυτό και ο Ναθαναήλ, μετέπειτα μαθητής του Χριστού, τόνισε: «Εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι;». Και όμως είναι επειδή ο Θεός της Αποκαλύψεως «υπερηφάνοις αντιτάσσεται ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Και η Μαρία της Ναζαρέτ υπήρξε εξόχως ταπεινή. Δεν επωφελήθηκε στο ελάχιστο από την καταξίωση του γυιού της στον απλό και πονεμένο λαό της Παλαιστίνης και πέραν αυτής. Έμεινε στην αφάνεια αναγνωρίζοντας τη μεγάλη τιμή που της έκανε ο Θεός να την επιλέξει από το σύνολο των γυναικών όλων των αιώνων. Γι’ αυτό και οι λαοί, που ασπάστηκαν τη νέα πίστη, την αγάπησαν πολύ και την αισθάνθηκαν ως μητέρα τους. Μητέρα, που αγκαλιάζει στοργικά κάθε παιδί της, που αγρυπνά στον πόνο του, που το στηρίζει στη δοκιμασία του, που του δίνει παρηγοριά και κουράγιο. Και αυτή τη Μάνα τιμούσαν ιδιαίτερα οι πρόγονοί μας. Γι’ αυτό και όταν αποφάσισαν να ξεσηκωθούν, όρισαν ως ημέρα έναρξης του αγώνα την 25η Μαρτίου, ώστε ο αγώνας να ευλογηθεί από τη μητέρα του Κυρίου μας. Αυτό το γνωρίζουν όλοι οι ανέντιμοι διαστρεβλωτές της ιστορίας. Το μήνυμα της Φιλικής Εταιρίας έφερε στη σύναξη της Βοστίτσας (Αιγίου) ο Παπαφλέσσας. Οι πρόγονοί μας είχαν πίστη θερμή, παρά τις πολλές αδυναμίες τους. Δεν είχαν διαποτιστεί από το δηλητήριο της αθεΐας, που προσφέρεται άφθονο στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Όλοι τους τόνισαν ότι ο αγώνας έγινε «για του Χριστού την πίστη». Εμπαθείς πολέμιοι της Εκκλησίας δίνουν άλλες ερμηνείες της επανάστασης! «Έλα, παππού μου, να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου», λέει ο λαός μας! Όπου και να ξέσπασε η επανάσταση ενωρίτερα, λόγω της διαρροής του μυστικού, επίσκοπος ή ιερέας ευλόγησε τα όπλα των επαναστατών, αν και η Εκκλησία δεν ευλογεί όπλα. Ο συκοφαντημένος μητροπολίτης Πατρών Γερμανός μετείχε σε σύναξη στη μονή της Αγίας Λαύρας, στις 17 Μαρτίου. Το μαρτυρά δημοσίευμα της παρισινής εφημερίδας La Constitutionelle, φιλικής προς τη γαλλική επανάσταση.
Ό άγιος Κοσμάς, ο εξοχότερος φωτιστής του Γένους μας στόχευε στην πνευματική καλλιέργεια του λαού, που είχε αγριέψει υπό τις φρικτές συνθήκες δουλείας, την οποία ξενόδουλοι αποδομητές επιχειρούν να εξωραΐσουν. Και όμως δυτικοί περιηγητές χρονικογράφοι, αν και ανθέλληνες, έγραψαν ότι υπό οθωμανική δουλεία οι λαοί της δυτικής Ευρώπης θα είχαν μεταστραφεί στο ισλάμ εντός δεκαετίας! Ο λαός μας άντεξε επί αιώνες χάρη στην Εκκλησία, που έδωσε τους νεομάρτυρες. Αυτούς απαξιώνουν στο έπακρο οι αποδομητές, που πλέον στρέφονται και εναντίον των ανυπότακτων κλεφτών, μελών και αυτών της Εκκλησίας του Χριστού. Ουδείς, μετά τη σύλληψή του δελεάστηκε από την παρότρυνση των κατακτητών να αρνηθεί την πίστη του και πέθανε βασανιζόμενος! Και ο εθνοϊερομάρυς Γρηγόριος γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν υπήρξε τουρκόδουλος και προδότης. Το διακήρυξε ακόμη και ο «αφορισμένος» Αλέξανδρος Υψηλάντης, αλλά το μίσος τους κατά της Εκκλησίας είναι απύθμενο. Αν η Εκκλησία δεν στήριζε τον πονεμένο λαό, αν η Παναγία δεν ήταν παρηγορήτρια, όλοι οι πρόγονοί μας θα είχαν εξισλαμιστεί και εμείς δεν θα είχαμε την «ευκαιρία» να διακωμωδούμε τον Χριστό και τη μητέρα Του, που σέβονται και οι μουσουλμάνοι. Δυστυχώς, μετά από πρόσφατο συμβάν «βανδαλισμού» «ιερού συμβόλου» της «θεάς» τέχνης, ανερμάτστες τηλεπερσόνες ξιφούλκησαν κατά του δράστη χωρίς να εκδηλώσουν την παραμικρή συμπάθεια προς το πρόσωπο της Παναγίας, που ο «καλλιτέχνης» την εμφάνιζε να κρατά στην αγκαλιά της τον θάνατο αντί της Ζωής. Οι εμπαθείς πολέμιοι «όψονται εις ον εξεκέντησαν»!
Η διάβρωση της ελληνικής κοινωνίας είχε αρχίσει πολύ ενωρίς. Το μαρτυρά ο Μακρυγιάννης γράφοντας: «…και δι΄ αυτά όλα μας λέγει ο βασιλέας και η κυβέρνησή του: Πέταξε ο γάιδαρος; Πέταξε, λέμεν, και ότι στραβά νομοσκέδια φέρνουν εις τις βουλές αναντίον της λευτεριάς της πατρίδος και της θρησκείας, ευτύς τα ΄πογράφομεν με χέρια και με ποδάρια, χωρίς καμίαν παρατήρησην, και καταντήσαμεν εδώ οπού είμαστε, και χύνομεν ποταμούς αίματα αθώα και αφανίζομεν και γενικώς την πατρίδα μας». Και καταντήσαμε να κάνουμε λόγο για νέο πατριωτισμό, όπως αποκαλούμε τον ακραίο ενδοτισμό!
Σήμερα «ελεύθεροι» όντες έχουμε το δικαίωμα να ασχημονούμε χλευάζοντας τα ιερά και όσια των προγόνων μας. Η ιστορία διδάσκει την παρακμή ακολουθούν θλιβερές συνέπειες. Καιρός να ανανήψουμε, πριν τις υποστούμε.
«Μακρυγιάννης»
Η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου είναι για την Εκκλησία μας κορυφαίος εορτολογικός σταθμός